ΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΑ με τον ΔΙΟΓΕΝΗ τον ΣΥΝΩΠΕΑ
Φίλες και φίλες,
τελικά, μετά από αρκετό καιρό, και πολλή σκέψη αποφάσισα να δημοσιεύσω τη μικρή κουβεντούλα που είχα με τον μεγάλο μας φιλόσοφο Διογένη τον Κύνα ή Συνωπέα. Όλα αυτά, πριν ξεκινήσει ακόμη για τα καλά, η μεγάλη κρίση που κτύπησε τη Χώρα μας.
Ήταν Ιούλιος του 2011, όταν χάρις στη πρωτοβουλία του αγαπημένου μου παιδικού φίλου, συμμαθητή και συναδέλφου Γιάννη Ντοκμετζίογλου, ένα από τα όνειρα μου έγινε πραγματικότητα: ‘Η επίσκεψη σε μια από τις χαμένες μας Πατρίδες, στον Πόντο’.
Το ταξίδι μας ξεκίνησε από τη Τραπεζούντα και το ημερολόγιο έδειχνε την 21η Ιουλίου όταν εισήλθαμε στη φερόμενη ως γενέτειρα του Διογένη, Σινώπη. Κατά τη διαδρομή μας, οι συγκινήσεις διαδεχόταν η μία την άλλη και δεν ήμασταν ακόμη σε θέση να αφομοιώσουμε τις εμπειρίες των παρελθόντων ημερών.
Σε μια στιγμή βρέθηκα μπροστά στο άγαλμα του. Στεκόταν όρθιος, ανεβασμένος πάνω στο πιθάρι του, με τον κύνα καθήμενο στα δεξιά του και με το αριστερό του χέρι να κρατάει ακόμη το φανό του, αλλά σβηστό (Φώτο 1). Ιδίως ο σβηστός φανός με ξένισε λιγάκι. Σκέφτηκα αμέσως, πως ‘οι Τούρκοι που του έστησαν άγαλμα, αγνοούν τελείως την ιστορία μας’. Σημειωτέον, πουθενά δεν αναφερόταν κάτι
του Γιάννη Αρβανιτάκη
Φωτό 1 |
τελικά, μετά από αρκετό καιρό, και πολλή σκέψη αποφάσισα να δημοσιεύσω τη μικρή κουβεντούλα που είχα με τον μεγάλο μας φιλόσοφο Διογένη τον Κύνα ή Συνωπέα. Όλα αυτά, πριν ξεκινήσει ακόμη για τα καλά, η μεγάλη κρίση που κτύπησε τη Χώρα μας.
Ήταν Ιούλιος του 2011, όταν χάρις στη πρωτοβουλία του αγαπημένου μου παιδικού φίλου, συμμαθητή και συναδέλφου Γιάννη Ντοκμετζίογλου, ένα από τα όνειρα μου έγινε πραγματικότητα: ‘Η επίσκεψη σε μια από τις χαμένες μας Πατρίδες, στον Πόντο’.
Το ταξίδι μας ξεκίνησε από τη Τραπεζούντα και το ημερολόγιο έδειχνε την 21η Ιουλίου όταν εισήλθαμε στη φερόμενη ως γενέτειρα του Διογένη, Σινώπη. Κατά τη διαδρομή μας, οι συγκινήσεις διαδεχόταν η μία την άλλη και δεν ήμασταν ακόμη σε θέση να αφομοιώσουμε τις εμπειρίες των παρελθόντων ημερών.
Σε μια στιγμή βρέθηκα μπροστά στο άγαλμα του. Στεκόταν όρθιος, ανεβασμένος πάνω στο πιθάρι του, με τον κύνα καθήμενο στα δεξιά του και με το αριστερό του χέρι να κρατάει ακόμη το φανό του, αλλά σβηστό (Φώτο 1). Ιδίως ο σβηστός φανός με ξένισε λιγάκι. Σκέφτηκα αμέσως, πως ‘οι Τούρκοι που του έστησαν άγαλμα, αγνοούν τελείως την ιστορία μας’. Σημειωτέον, πουθενά δεν αναφερόταν κάτι