Ετικέτες

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

ΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΑ με τον ΔΙΟΓΕΝΗ τον ΣΥΝΩΠΕΑ
του Γιάννη Αρβανιτάκη
Φωτό 1
Φίλες και φίλες,

τελικά, μετά από αρκετό καιρό, και πολλή σκέψη αποφάσισα να δημοσιεύσω τη μικρή κουβεντούλα που είχα με τον μεγάλο μας φιλόσοφο Διογένη τον Κύνα ή Συνωπέα. Όλα αυτά, πριν ξεκινήσει ακόμη για τα καλά, η μεγάλη κρίση που κτύπησε τη Χώρα μας.

Ήταν Ιούλιος του 2011, όταν χάρις στη πρωτοβουλία του αγαπημένου μου παιδικού φίλου, συμμαθητή και συναδέλφου Γιάννη Ντοκμετζίογλου, ένα από τα όνειρα μου έγινε πραγματικότητα: ‘Η επίσκεψη σε μια από τις χαμένες μας Πατρίδες, στον Πόντο’.

Το ταξίδι μας ξεκίνησε από τη Τραπεζούντα και το ημερολόγιο έδειχνε την 21η Ιουλίου όταν εισήλθαμε στη φερόμενη ως γενέτειρα του Διογένη, Σινώπη. Κατά τη διαδρομή μας, οι συγκινήσεις διαδεχόταν η μία την άλλη και δεν ήμασταν ακόμη σε θέση να αφομοιώσουμε τις εμπειρίες των παρελθόντων ημερών.

Σε μια στιγμή βρέθηκα μπροστά στο άγαλμα του. Στεκόταν όρθιος, ανεβασμένος πάνω στο πιθάρι του, με τον κύνα καθήμενο στα δεξιά του και με το αριστερό του χέρι να κρατάει ακόμη το φανό του, αλλά σβηστό (Φώτο 1). Ιδίως ο σβηστός φανός με ξένισε λιγάκι. Σκέφτηκα αμέσως, πως ‘οι Τούρκοι που του έστησαν άγαλμα, αγνοούν τελείως την ιστορία μας’. Σημειωτέον, πουθενά δεν αναφερόταν κάτι
σχετικό με την ελληνικότητά του. Στη μαρμάρινη επιγραφή (Φώτο 2), στα τουρκικά και αγγλικά, γράφει μόνο, πως ο διάσημος φιλόσοφος Διογένης, έζησε στη Σινώπη, μεταξύ
Φωτό 2
των ετών 413 έως 404 π.Χ., την περίφημη φράση, "Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο" (άλλο θέμα, αν ο φιλόσοφος, πράγματι αυτό εννοούσε!) και πως απεβίωσε το 324 π.Χ.
Τουλάχιστον, δεν τον βάπτισαν ακόμη Τούρκο, συλλογίστηκα!

Παιδιά, σίγουρα θα διαισθανθήκατε κάποτε, εκεί που στεκόσασταν, πως κάποιος σας παρακολουθεί. Να, έτσι κι’ εγώ, διαβάζοντας την επιγραφή, ένιωσα ξαφνικά ένα παράξενο συναίσθημα μέχρι που αντιλήφθηκα το ανέκφραστο αγαλματένιο βλέμμα του πεσμένο επάνω μου. Σηκώνοντας αργά το κεφάλι μου, ακούω μια φωνή να μου λέει: ‘Τις εἶ;’
Εγώ; απαντώ απορημένος και αρχίζουμε τη κουβέντα μας.

Σ’ αυτό το σημείο, επειδή τ’ αρχαία Ελληνικά μου είναι υπεροξειδωμένα, θα ήταν απαραίτητη η συμβολή του φίλου Ιωάννη Γιαννακόπουλου, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί ακόμη. Πάντως, λίγο με μεμονωμένες λέξεις που χρησιμοποιούμε και σήμερα, λίγο με τη μιμητική και λίγο με σχεδιασμούς καταφέραμε να συνεννοηθούμε.

Να, του λέω, ‘πιστεύω πως είμαι ένας, πολύ, μα πάρα πολύ μακρινός απόγονος των ενδόξων προγόνων μας και κατά κάποιο τρόπο συγγενής σου’. Μου ρίχνει μια σκωπτική ματιά, χωρίς να σχολιάσει. Μάλλον δεν τον έπεισε η ενδυμασία μου και ίσως επειδή κρατούσα το πόδι του, σκέφθηκα
(Φώτο 3).

Μη με κοιτάς έτσι’, του λέω, ‘Με πληγώνεις’, ‘Έχω ακούσει και διαβάσει πολλά για σένα, για τη διδασκαλία σου, τις προσπάθειές σου ν’ αλλάξεις τη διεφθαρμένη κοινωνία με τα
Φωτό 3
επιχειρήματά σου, την πίστη σου πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί ο άνθρωπος να ευτυχίσει
’. 

Εν τω μεταξύ, προσέχω να μαλακώνει το βλέμμα του! Παίρνω λοιπόν θάρρος και συνεχίζω: ‘Δεν ξέρω αν τα έμαθες’, του λέω, ‘αλλά στους 25 αιώνες που πέρασαν, εκτός από μερικές αναλαμπές, οι συμπατριώτες μας περιττώματα τα έκαναν’. Συνεχίζοντας, του μίλησα για την Πατρίδα μας και τα ασυγχώρητα τα λάθη, τα μεγάλα μας και τα μάτια του βουρκώναν κι’ όλο κλαίγανε. Φαίνεται πως δεν μπορούσε να τ’ αντέξει και μπροστά στα κατάπληκτα βλέμματα των παρευρισκομένων κατεβαίνει από το πιθάρι του και μ’ αγκαλιάζει. Κι ύστερα, καλές μου φίλες και καλοί μου φίλοι, με πιάσανε κι' εμένα τα κλάματα, του άνοιξα την καρδιά μου και του τα είπα όλα. Προχωρήσαμε με το άγαλμα μέχρι το κάστρο της Σινώπης (Φώτο 4), μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε.

Μέσα στη συγκίνηση, δεν πρόλαβα να ρωτήσω γιατί είχε τον
Φωτό 4
φανό του σβηστό, όμως έδωσα μόνος μου μια εξήγηση: ‘Πιθανότατα κουράστηκε να ψάχνει γι’ ανθρώπους’.

Γιάννης Αρβανιτάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου