Ετικέτες

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

20 Ιουλίου 1974..Δεν ξεχνώ!!



Εχθές, 20 Ιουλίου, ήταν ημέρα θλιβερής μνήμης για την Κύπρο και για τον απανταχού Ελληνισμό. Για να μη γίνομαι κουραστικός, δεν θα επαναλάβω τις κατά καιρούς εγκληματικές ενέργειες των εκάστοτε πολιτικών μας και τις αλλεπάλληλες προδοσίες των δήθεν συμμάχων μας. Παραθέτω μόνο την περιγραφή της εννιάχρονης τότε φίλης Κατερίνας Σταματόγλου, όπως έζησε τις μέρες εκείνες της επιστράτευσης, στο χωριό της , Λύρα Έβρου.
Θα ήθελα όμως να τονίσω, πως εκτός του υπό κατοχήν 37% της Κύπρου από την Τουρκία, ένα 4% (αν δεν απατώμαι με το ποσοστό) του Ελληνοκυπριακού εδάφους ανήκει στη καλούμενη ‘εγγυήτρια δύναμη’, Μεγάλη Βρετανία και συγκεκριμένα: οι Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλειας (Αγγλ: Sovereign Base Areas ή SBA) οι οποίες διατελούν υπό Βρετανική διαχείριση ως Βρετανικό Υπερπόντιο Έδαφος.


Περιγράφει η Κατερίνα Σταματόγλου
Την επιστράτευση όπως την έζησα εγώ στα 9 μου χρόνια στη Λύρα Έβρου.
Οι γονείς μου, ευσεβείς άνθρωποι, θέλησαν να τιμήσουν τον Προφήτη Ηλία ανήμερα της γιορτής του κι έτσι εκείνη τη μέρα το πρωινό μας ξύπνημα δεν ήταν για το χωράφι αλλά για την εκκλησία. Από βραδύς η μάνα μου, μας μάζεψε νωρίς από τα παιχνίδια με τον αδερφό μου για να μας λούσει, να μας "μπανιάσει" όπως έλεγε και να φρεσκάρει με το ηλεκτρικό σίδερο rowenta τα κυριακάτικα ρούχα μας.
Άξια γυναίκα και νοικοκυρά η κυρά-Βαγγελιώ, όλα τα προλάβαινε. Το πρωί να βοηθήσει τον πατέρα μου με τα ζώα, μετά όλη μέρα στο χωράφι και το βράδυ στο καφενείο να σερβίρει καφέδες, γλυκά του Πάσχου και μεζέδες μέχρι ότι ώρα τραβούσε. Κάπου ενδιάμεσα έβρισκε χρόνο για να μας μαγειρέψει, για να συγυρίσει το σπίτι και να βάλει μπουγάδα στην ξύλινη σκάφη κάτω από τη μηλιά. Με άφηνε να τη βοηθάω στο ξέβγαλμα γιατί μου άρεσε να πλατσουρίζω μέσα στην τεράστια γαλάζια λεκάνη που μου θύμιζε τη θάλασσα...
Έτσι λοιπόν η γιορτή του Προφήτη Ηλία ήταν πραγματική γιορτή για όλη την οικογένεια, αφού ήταν ημέρα ανάπαυλας και αποχής από τις αγροτικές δουλειές.
Το βράδυ όμως ήρθε να ανατρέψει τη χαρά εκείνης της μέρας.
Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο. ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ είπαν..
Παντελώς άγνωστη λέξη για μένα στα εννιά μου χρόνια και ούτε που μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η λέξη στη μετέπειτα ζωή μου θα στοίχειωνε κάθε μου φόβο."

Επιστράτευση!!.. έλεγαν οι μεγάλοι και οι γυναίκες έκαναν το σταυρό τους και έφτυναν τον κόρφο τους. Τα βλέμματα ανήσυχα κι όλοι οι άντρες με μιας έφυγαν από τα καφενεία. Θα γίνει πόλεμος; ..Ρώτησα κάποια στιγμή τη μάνα μου. Σσσσστ μη μιλάς, με έκοψε απότομα και δεν τόλμησα να ξαναρωτήσω τίποτα. Ήξερα από το σχολείο ότι οι Τούρκοι είναι εχθροί μας. Η Κύπρος έχει Έλληνες. Άρα; Έχουμε πόλεμο!!! Μα γιατί δεν μου απαντάει κανείς; Κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Η μάνα μου μας πήρε στο κρεββάτι να κοιμηθούμε με τα ρούχα. Για να είμαστε έτοιμοι. Έτοιμοι για τι; Την άκουγα που έκλαιγε βουβά και μουρμούριζε κάτι αυτοσχέδιες προσευχές και το Πάτερ ημών. Την άλλη μέρα στρατιωτικά καμιόνια (τζέιμς) έφτασαν στο χωριό και όλοι οι άντρες του χωριού ανέβηκαν επάνω με ότι ρούχα ήθελε ο καθένας, αλλά όλοι τους κρατούσαν από ένα όπλο στα χέρια. Τρόμος και πανικός παντού. Τα ράφια από τα μπακάλικα της (Γ) Λυκερίας και του παππού Θεοδόση είχαν αδειάσει από ρύζι , μακαρόνια, αλεύρι, αλάτι και κονσέρβες.

Ο πατέρας μου μας αγκάλιασε όλους μαζί σφιχτά και μας
φίλησε έναν έναν. Δεν μας συνήθιζε σε τέτοιες αβρότητες και έτσι κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Άρχισα να κλαίω γιατί ο μπαμπάς μου ήταν ο φύλακας άγγελός μου στους νυχτερινούς μου εφιάλτες και έδιωχνε όλες τις σκιές και τα φαντάσματα. Ήταν ο παραμυθάς μου,! Ήταν αυτός που μου έφερνε δώρο από την αλεπού και το λαγό όταν γύριζε από το χωράφι, (Αχλάδια, μήλα, γκόρτσα, γλυκόριζες, σύκα, λαλέδες, σκιουράκια). Έφευγε και δεν ήξερα πότε θα τον ξαναδώ... Μέσα μου πάλευε ο φόβος και η αγάπη. Ήθελα να χαμογελάω για να δείχνω δυνατή αλλά τα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τους μισώ τους Τούρκους, μισώ τον πόλεμο και αυτήν την παλιοεπιστράτευση. Πέρασαν πάρα πολλές ημέρες μέχρι να ξαναδώ το μπαμπά μου. Κοιμήθηκα πολλά βράδια με τα ρούχα στην αγκαλιά της μάνας μου. Πέρασαν πολλές βασανιστικές ημέρες και νύχτες που δεν ήξερα που βρίσκεται ο μπαμπάς μου, γιατί φυλούσε σκοπιά στα αναχώματα δίπλα στον ποταμό 'Έβρο, νηστικός και διψασμένος στο έλεος των κουνουπιών.

Κάτω από το κρεββάτι η μάνα μου είχε ετοιμάσει ένα βαλιτσάκι με λίγα ρουχαλάκια δικά μας, μερικές κονσέρβες, 2 παγούρια με νερό και 2 λεπτές κουβέρτες. Ακόμη θυμάμαι τις οδηγίες της, να μην απομακρυνόμαστε από το σπίτι και μόλις θα ακούσουμε σειρήνες να ηχούν θα φύγουμε όλοι μαζί για το βουνό. Τη μέρα ξεροσταλιάζαμε στο καφενείο του Γιαννουλά όλα τα παιδιά μαζί για να χαιρετήσουμε τους στρατιώτες που περνούσαν με τα τανκς και κάθε λογής στρατιωτικό όχημα και τα βράδια ακούγαμε τις συζητήσεις των μεγάλων που προσπαθούσαν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους από τα "ΝΕΑ" στην τηλεόραση και στο ράδιο. Η τηλεόραση ήταν προνόμιο λίγων εκείνο τον καιρό και έτσι μοιραία αφού είχαμε το καφενείο, είχαμε και την τηλεόραση πράγμα που σήμαινε ότι μαζευόταν πολύς κόσμος κυρίως γυναίκες και ηλικιωμένοι. Αβεβαιότητα και φόβος ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα... Ένας φόβος που πάντα φωλιάζει στην καρδιά μου στις πιο κρυφές κι απόμερες γωνιές της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου