Ετικέτες

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Περίπατοι στην κοιλάδα των αναμνήσεων


Εἰς τὴν Πόλιν – (Is-tan-bul)
του Γιάννη Αρβανιτάκη
Μέρος πρώτο

Εδώ και αρκετό καιρό, ποιος άλλος, ο φίλος μου ο Λάκης με παροτρύνει να γράψω κάτι για τα παιδικά/νεανικά μου χρόνια στην Πόλη. Κάπου, κάπου του διηγιόμουν ιστοριούλες από την ζωή μας εκεί και του άρεσε να τις ακούει. "Έλα, ρε φίλε", του έλεγα, "Ποιος νομίζεις ενδιαφέρεται να μάθει τι έκανε ο Γιάννης;" – "Κι όμως θα
Άποψη της σημερινής Πόλης από τον λόφο Τσάμλιτζα, Büyük Çamlıca στο Σκούταρι, στην ασιατική πλευρά της Πόλης και με ύψος 268 μέτρα, έχοντας φοβερή θέα τον Βόσπορο (2012).
εκπλαγείς
", μου απαντούσε. Τελικά, μετά από δευτερεύουσες σκέψεις, ενέδωσα. Όχι από ματαιοδοξία, αλλά επειδή:


Πρώτον, όσο προσωπικές κι’ αν είναι κατά βάθος οι αναμνήσεις μας, στην ουσία είναι τα κομματάκια του πάζλ που γράφουν τις ιστορίες των λαών. Από την στιγμή που γεννιόμαστε αρχίζουν και οι περιπέτειές μας. Εμείς, όλοι μαζί, με τη μικρή ή μεγάλη συμβολή μας γράφουμε τις ιστορίες. Όλες αυτές οι ιστοριούλες δημιουργούν μια μεγάλη. Ένα σύνολο από ''Πολίτικες Κουζίνες'' δηλαδή! Για κάποιους από μας είναι όμορφες, ρομαντικές, τρυφερές, νοσταλγικές και για άλλους πάλι, δραματικές, τραγικές ή
οδυνηρές, γεμάτες δυστυχία και πόνο. Χωρίς αυτές όμως δεν θα
Ο δρόμος που ήρθα στον κόσμο. 
Στο βάθος ο Πυργος του Γαλατά 
(Φωτο 1983).
υπήρχε και η ιστορία της ανθρωπότητας.


Δεύτερον: μου δίδεται η ευκαιρία, να βάλω μια τάξη σ’ όλες αυτές τις αναμνήσεις που είναι αποσπασμένες και σκόρπιες γύρω μου, έτσι, για τον εαυτό μου.

Μερικές αναμνήσεις βέβαια είναι κάπως ασαφείς όπως τα παιχνιδίσματα του ειδώλου μας στην κυματίζουσα επιφάνεια του νερού. Εν τούτοις, προσπάθησα να τις αποσαφηνίσω όσο περισσότερο γίνεται.

Πολλά απ’ αυτά που θα διαβάσετε προέρχονται από αφηγήσεις των γονέων μου, της θείας μου Ζωής (αδελφής της μητέρας μου), του θείου μου Ιωσήφ (αδελφού της μητέρας μου), καθώς και άλλων συγγενικών προσώπων και φίλων. Αρκετές από τις περιγραφές μου είναι εμποτισμένες με συναισθηματισμό και υποκειμενικότητα, γι’ αυτό και δεν μπορώ να εγγυηθώ για την πλήρη αυθεντικότητα ή ορθότητά τους. Έχω κάνει βέβαια μια σχετική έρευνα, αλλά πάλι δεν δύναμαι να είμαι απολύτως σίγουρος. Πάντως τα προσωπικά μου βιώματα τα αποδίδω όπως τα έζησα κι’ έχουν διατυπωθεί στη μνήμη μου.

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ...και οι μαρτυρίες μιας βαλίτσας!!

Όταν η μητέρα μου απεβίωσε το 2004, καθαρίζοντας με συγκίνηση το διαμέρισμα της, έπεσα πάνω σε μια μικρή, λευκή, μισοσχισμένη, πλαστική βαλιτσούλα. Ανοίγοντάς την, εκτός από διάφορες φωτογραφίες, ανακάλυψα κάτι γράμματα του πατέρα μου προς αυτήν και μερικά κιτρινισμένα επίσημα έγγραφα. Αφού έριξα μια γρήγορη ματιά τα έβαλα σε μια άλλη βαλίτσα με σκοπό να τα διαβάσω κάποτε με την ησυχία μου. Ένα καλοκαιράκι λοιπόν, κάθισα και ταξινόμησα το περιεχόμενο της βαλίτσας και
Οι γονείς μου ερωτευμένοι το 1935.
φωτογράφησα όλα τα γράμματα, τα έγγραφα και ό,τι άλλο θεώρησα ενδιαφέρον. Γράμματα της μητέρας μου προς τον πατέρα μου δεν σώζονται. Ως γνωστόν, οι γυναίκες ήταν ανέκαθεν συναισθηματικότερες.


Εδώ όμως θα κάνω μία παρέκβαση. Ναι, είμαι πεπεισμένος πως οι γυναίκες είναι περισσότερο συναισθηματικές, αλλά διάβολε, δεν πάω κι’ εγώ παρακάτω. Να σκεφθείτε πως φυλάττω ακόμη όλες μου τις αλληλογραφίες, κάπου-κάπου μάλιστα κρατούσα και αντίγραφα των επιστολών μου ώστε να μην επαναλαμβάνομαι! Σπάνιο φαινόμενο πλέον οι χειρόγραφες επιστολές σήμερα.

Φαντάζεσθε λοιπόν τα συναισθήματά μου, όταν διάβαζα αυτά τα γράμματα που είχε γράψει ο πατέρας μου, μεταξύ 1933 έως 1936. Τα γράμματα είναι γραμμένα στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής, με αρκετά ορθογραφικά λάθη. Σημειωτέον πως ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να τελειώσει ούτε την τρίτη γυμνασίου, επειδή η
Απόσπασμα επιστολής του πατέρα μου προς την 
μητέρα μου, με ημερομηνία 9.4.1933. Η μητέρα μου 
θα έκλεινε τα 16 τον επόμενο μήνα.
ανάγκη τον υποχρέωσε να πάει να δουλέψει, όπως μας έλεγε.


Εδώ, δεν μπορώ να αποφύγω ένα παραλληλισμό, κάνοντας ένα άλμα στην εποχή που έκανα αγροτικό (1975), όταν η υποχρεωτική παιδεία στη Χώρα μας δεν ξεπερνούσε το δημοτικό σχολείο. Θυμάμαι τις συζητήσεις μας με τον δάσκαλο του χωριού και τη λύπη του, όταν αναφερόταν σε κάποια έξυπνα παιδάκια τα οποία παρά των προσόντων τους δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους, διότι οι γονείς τους είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια!

Στα σχολεία της Πόλης διδασκόμασταν ελληνικά, τουρκικά και συνήθως από την τετάρτη τάξη (καμιά φορά κι’ από τη δευτέρα) του δημοτικού γαλλικά. Στο δημοτικό, οι γονείς μου διδασκόταν την τουρκική γλώσσα με τους αραβικούς χαρακτήρες, τους οποίους αντικατέστησε ο Κεμάλ με τους λατινικούς, την 1 Νοεμβρίου 1928.
Ο πατέρας μου στην αστική σχολή του Μεγάλου Ρεύματος 
1925? ή 1926?

Τον πατέρα μου τον ταλαιπωρούσε αρκετά μία δασκάλα του επειδή ήταν αριστερόχειρας. Για να τον υποχρεώσει να μάθει να γράφει με το δεξί χέρι, του έδενε το αριστερό πισώπλατα! Πόσο αλλάζουν οι εποχές αλήθεια!

Όμως, φίλες και φίλοι, από τα απλά αυτά, γεμάτα αγάπη, γράμματα προς την μητέρα μας, εκτός από τον μεγάλο του έρωτά γι’ αυτήν, έμαθα και μερικά πράγματα για τα τεκταινόμενα της εποχής τους.

Οι επιστολές αυτές αφηγούνται τα άγχη, τις ανησυχίες, τις αγωνίες, τα προβλήματά που αντιμετώπιζαν, τις σκέψεις τους για το μέλλον, τα όνειρά τους, τα οικογενειακά τους κτλ., όπως τα βίωναν τις δεδομένες στιγμές. Αναφέρονται στην προσμονή και την ελπίδα
21.10.33 - Το χέρι μου τρέμει....της έγραφε!
 Έ...δεν έτρεμαν και τα δικά μας φίλοι μου;
τους να συναντηθούν έστω και δήθεν τυχαία στην εκκλησία, να ανταλλάξουν κανένα κρυφό βλεμματάκι και να καταφέρουν ν’ αγγίξουν φευγαλέα ο ένας τον άλλο.


Αγνός, ακηλίδωτος ρομαντισμός με την αγωνία να μην τους δει κανένα ξένο μάτι και πολλά άλλα. Οι δυνατότητες επικοινωνίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, που και που κανένα ραβασάκι μέσω εμπίστων φίλων, αλλά ενδιάμεσα, πλήρης άγνοια περί του "γίγνεσθαι" του αγαπημένου προσώπου.
Πιστεύω, πως τα συναισθήματα που τρέφουνε και μοιράζονται οι νέοι άνθρωποι, κάθε εποχής, για την αγαπημένη ή τον αγαπημένο τους δεν διέφεραν ποτέ. Αυτά που αλλάζουν με τον χρόνο είναι οι ηθικές προσεγγίσεις και η τεχνολογία.

Αναρτώ μερικά αποσπάσματα των επιστολών του πατέρα μου πιστεύοντας πως αν μας βλέπει θα χαμογελά!

Η μητέρα μου Αικατερίνη Βουδούρη (*1917) και ο πατέρας μου Γιώργος Αρβανιτάκης (*1915) ήταν και οι δύο τους τέκνα του Βοσπόρου.
Η μητέρα μου γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριουδάκι, την Ξηροκρήνη (Kuruçeşme(*)= Κουρούτσεσμε) και ο πατέρας μου στο γειτονικό χωριό Μέγα Ρεύμα (Arnavutköy(**) = Αρναβούτκιοϊ, σήμερα προάστιο της Πόλης).

(*) Η συνοικία Κουρούτσεσμε βρίσκεται στην κοιλάδα μεταξύ του ακρωτηρίου Κλειδίου (Defterdar Burnu = Ντεφτερντάρ Μπουρνού) και της παραλίας του Μεγάλου Ρεύματος (Arnavutköy = Αρναβούτκιοϊ). Στην Αρχαιότητα η περιοχή του Κουρούτσεσμε ονομαζόταν Βυθίας, λόγω του μεγάλου βάθους της ακτής στο σημείο αυτό. Ήταν γνωστή ακόμη ως Κάλαμος, από τις πολλές καλαμιές που φύτρωναν στις εκβολές ενός ρυακιού που υπήρχε στην περιοχή. Η ίδια περιοχή τους χρόνους πριν από την Άλωση λεγόταν κοιλάδα του Αγίου Δημητρίου, λόγω του ομώνυμου ναού που βρισκόταν εκεί. Το όνομά της, που μεταφράζεται στα ελληνικά ως Ξηροκρήνη, οφείλεται στη λειψυδρία που μάστιζε το χωριό ειδικά κατά τους θερινούς μήνες. Σύμφωνα με μια λιγότερο πιθανή εκδοχή, το σωστό όνομα ήταν Κουρού Κεσμέ, δηλαδή Ξερόβραχος, από έναν απότομο βράχο που ορθωνόταν εκεί, ή ακόμα και Κορού Τσεσμέ, από το τουρκικό koru (άλσος), καθώς πυκνά άλση κάλυπταν την περιοχή.
(**) Μέγα Ρεύμα (Αρναβούτκιοϊ): Το χωριό έχει ρίζες στην αρχαιότητα και σύμφωνα με μαρτυρία του ιστορικού Πολύβιου, ονομαζόταν ''Εστίαι''. Κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, ο οποίος έζησε το πρώτο ήμισυ του 5ου μ.Χ. αιώνα, οι πρώην Εστίαι επί των ημερών του ονομάζονταν ''Μιχαήλιον''. Άλλες ονομασίες: ‘Ανάπλους’, ‘Ασωμάτων κώμη’, ‘Χώρα των Ασωμάτων’, ‘Ασώματο’ και αργότερα ‘Μέγα Ρεύμα’. Μετά την Άλωση, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μωάμεθ Β’, λόγω εποικισμού της περιοχής από Αλβανούς άρχισε να ονομάζεται Αρναβούτκιοϊ (Αρβανιτοχώρι). Οι Αρβανίτες αυτοί ήταν ελληνορθόδοξοι και αφομοιώθηκαν από τη ρωμαίικη κοινότητα, καθώς αναμείχθηκαν αργότερα και με Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη. Εδώ σημειώνω, πως οι Τούρκοι δεν ξεχωρίζουν τους Αλβανούς από τους Αρβανίτες. Το όνομα ''Μέγα Ρεύμα'', άρχισε να επικρατεί από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως δηλώνει και το όνομα του χωριού, τα ρεύματα του Βοσπόρου που κατεβαίνουν από τον Εύξεινο Πόντο, στην περιοχή αυτή είναι ιδιαιτέρως ισχυρά.

Τον 17o αιώνα στο Μέγα Ρεύμα κατοικούσαν Ρωμιοί, Εβραίοι και λίγοι μουσουλμάνοι. Έναν αιώνα αργότερα, εγκαταστάθηκαν 
στον οικισμό και Αρμένιοι. Μετά το 1940, ο αριθμός των ορθόδοξων κατοίκων μειώθηκε ραγδαία.

Στην περίοδο της ακμής του ήταν το μεγαλύτερο ελληνικό χωριό του Βοσπόρου, με περισσότερους από 6.000 Έλληνες. Εδώ παραθέριζαν επιφανείς Φαναριώτες και ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, όπως οι Υψηλάντηδες, οι Μουσούροι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Καραθεοδωρήδες, οι Σούτσοι. Ο Νικόλαος Σκουφάς (1779-1818), από το Κομπότι της Άρτας, ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Πέθανε στις 31 Ιουλίου 1818 στο Μέγα Ρεύμα και ενταφιάστηκε στον τοπικό ναό των Ταξιαρχών.


Για την ιστορία, το 1922 οι Έλληνες της Πόλης ανέρχονταν στις 400.000 περίπου, ήτοι πάνω από το 1/3 του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Εξ αυτών περίπου 80.000 κατείχαν την ελληνική ιθαγένεια και 320.000 ήταν ελληνικής καταγωγής Οθωμανοί πολίτες. Περισσότερο από το ήμισυ των εμπορικών επιχειρήσεων ανήκαν σε Έλληνες.

Ήδη, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δύο θείοι του πατέρα μου, αδέλφια της μητέρας του, ο Μιχάλης και ο Αλέκος Στρογγύλος, είχαν εξαγοράσει την Τουρκική ιθαγένεια. Όταν λίγο αργότερα εκλήθησαν να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό, δεν παρουσιάστηκαν και έφυγαν ως λαθρεπιβάτες μ’ ένα εμπορικό πλοίο για την Αμερική. Εκείνη την εποχή, πολλοί άρρενες 
Η Τζουμχουριέτ είναι μία από τις παλαιότερες εφημερίδες στην Τουρκία. 
Ιδρύθηκε στις 7 Μαίου 1924, εκδίδεται καθημερινά και 
ανήκει στον κεντρο-αριστερό χώρο.
ομοεθνείς μας προσπαθώντας να αποφύγουν τη σκληρή και ρατσιστική, στρατιωτική θητεία στην τότε ακόμη Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιχειρούσαν πάση θυσία, να εγκαταλείψουν τη χώρα. Άλλοι γονείς, επειδή γίνονταν έλεγχοι κατ’ οίκον, έκρυβαν τα παιδιά τους στις σοφίτες και στα υπόγεια ή τα έντυναν με γυναικεία ρούχα. Όσον αφορά τους Έλληνες υπηκόους, τους αφαιρούσαν την άδεια εργασίας υποχρεώνοντας τους εμμέσως, να φύγουν για την Ελλάδα ή να εξαγοράσουν την οθωμανική ιθαγένεια. 



Ήτοι, μία ποικιλόμορφη, διαχρονική, πολιτική στρατηγική της Τουρκίας, που αποσκοπούσε να εξουδετερώσει το ελληνικό
Η αγωνία έκδηλη. Προφανώς, η μητέρα μου άκουσε από κάποιον
πως ο πατέρας μου θα 'επαιρνε δήθεν την τουρκική ιθαγένεια
για να μπορεί να εργάζεται!
στοιχείο και που διατηρήθηκε και συνεχίστηκε για δεκαετίες. 

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η κατάσταση κορυφώνεται. Με τις νίκες του στρατού τους, ο τουρκικός όχλος ξεθαρρεύει και ξεχύνεται στους δρόμους. Έντρομος ο Ελληνικός πληθυσμός, νιώθοντας το μαχαίρι στο κόκκαλο αρχίζει να εγκαταλείπει την Πόλη. Στο χρονικό διάστημα 1922-1924 έφυγαν από την Πόλη κάπου 158.000 ομογενείς. Εξ αυτών, γύρω στις 60.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι και 38.000 Έλληνες Οθωμανοί πολίτες που αναγκάστηκαν να φύγουν σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923, επειδή είχαν εγκατασταθεί στη Πόλη μετά την ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του 1918
Κατά την πρώτη επίσημη απογραφή του Τουρκικού κράτους που έγινε το 1927, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης έφθανε τους 700.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 100.000 περίπου ήταν Έλληνες.

Ο παππούς μου Μιχαήλ Αρβανιτάκης ήταν καταχωρημένος στα

αρχεία του προξενείου μας ως δημότης Αθηνών. Δεν γνωρίζω πότε
Η γιαγιά Μαριόγκα και ο παππούς Μιχάλης.
εγκαταστάθηκε στην
Πόλη και τι ακριβώς επαγγέλλετο. Στα χαρτιά του γράφει, εργάτης. Απ’ ό,τι μου είπε ο πατέρας μου όμως, εμπορευόταν και είχε έναν Τούρκο συνέταιρο. Κατά τη διάρκεια που ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν στη Σμύρνη, ένα τραίνο γεμάτο εμπορεύματα κατασχέθηκε πριν φθάσει στον προορισμό του! Τώρα μη με ρωτάτε τι είδους εμπόρευμα ήταν, αυτό που μου είπαν είναι πως ο παππούς είχε καταστραφεί οικονομικά. Σαν χαρακτήρας ήταν αυστηρός και λιγομίλητος, δεν τον θυμάμαι να χαμογελάει ή να αστειεύεται. Εν αντιθέσει, η γιαγιά Μαριόγκα – σύζυγός του - διαφορετικός άνθρωπος, συντρέχτρα για όλους. Τα εξαδέλφια μου που έμεναν στο χωριό, έβρισκαν πάντοτε καταφύγιο στη αγκαλιά της γιαγιάς. Το ψωμοτύρι ή η μαρμελάδα με ψωμί πάντα διαθέσιμα. Ο παππούς Μιχάλης, η γιαγιά και η αδελφή του πατέρα μου Χαρίκλεια με τον σύζυγο της Γρηγόρη και την κόρη
Η γιαγιά Ελεονόρα, η αγαπημένη μας
θεία Ζωζώ και ο παππους Γιάγκος.
της Ελένη έμεναν όλοι μαζί στο Μέγα Ρεύμα, όπου κάθε Κυριακή πηγαίναμε για να εκκλησιαστούμε. Παρότι, έβλεπα συχνά τον παππού, δεν είχα και τόσο μεγάλη οικειότητα μαζί του. Βλέπετε, έζησα περισσότερο με τον παππού μου τον Γιάγκο (Γιάννη) Βουδούρη. Το πρόσωπο του Γιάγκου είναι ζωντανό, ενώπιον μου, σαν να το βλέπω τώρα. Αν και έφυγε νωρίς από τη ζωή -δεν άντεξε βλέπετε, τον επίσης πρόωρο θάνατο της πολυαγαπημένης του γυναικούλας και εντός τριών μηνών, την ακολούθησε στον τάφο-, προλάβαμε να αναπτύξουμε έναν πολύ ισχυρό δεσμό μεταξύ μας. Η καταγωγή του ήταν από την Ύδρα και στα μετέπειτα χρόνια, ο θείος μου Ιωσήφ (Ζοζέφ) μου μιλούσε γεμάτος υπερηφάνεια για τους Βουδουραίους(***) και τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του Γένους. Δεν έχω αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά μάλλον έτσι θα είναι επειδή κι’ αυτός το ''είχε στο αίμα του'', που λένε. Όταν οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα, έφυγε σαν εθελοντής να πολεμήσει για την Πατρίδα με υπογραφή του παππού μου επειδή δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει τα 21. Πολέμησε στο Ρίμινι και στην Αίγυπτο.

Ο αγαπημένος μας θείος Ζοζέφ.

(***) Ιστορικά, οι Βουδουραίοι υπήρξαν μία πλούσια ελληνική οικογένεια με καταγωγή από τη Γαράντζα της Μεσσηνίας. Αντιστάθηκαν ηρωικά κατά των Ενετών, όταν αυτοί κατέλαβαν την Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μοροζίνη. Όταν το 1715 εκδιώχθηκαν οι Βενετοί από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι Βουδουραίοι αντιστάθηκαν και εναντίον των Τούρκων. Πέντε αδελφοί, μέλη της οικογένειας, αναγκάστηκαν να εκπατριστούν επί Ενετοκρατίας. Ο ένας από αυτούς, ο Γεώργιος, σκοτώθηκε κατά τη δεύτερη κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους (1795). Άλλος Γεώργιος πήρε μέρος στα Ορλοφικά (1770), ενώ οι αδελφοί του Δημήτριος, Αθανάσιος, Νικόλαος και Παναγιώτης πολέμησαν κατά την Επανάσταση του 1821.Το μεγαλύτερο κομμάτι της οικογένειας φονεύθηκε. Τα υπόλοιπα εναπομείναντα μέλη διασκορπίστηκαν, καταφεύγοντας μετά τα Ορλοφικά στην Ύδρα, την Τσούρτσα της Ολυμπίας, την Χαλκίδα και την Κορινθία. Παρά τον χωρισμό τους οι Βουδουραίοι διατήρησαν τους συγγενικούς δεσμούς που τους συνέδεαν.
Ένα από τα κυριότερα μέλη της οικογένειας, όπως αυτή μας παρουσιάζεται από την εποχή της Επαναστάσεως του Ορλόφ, είναι ο οπλαρχηγός Αθανάσιος Βουδούρης, ο οποίος έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις που οδήγησαν στη καταστροφή του Δράμαλη πασά, παρευρέθηκε στη πολιορκία της Ακροκορίνθου και συμμετείχε σε διάφορες άλλες μάχες. Έπεσε μαχόμενος υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στο Πασά-Λιμάνι (Πειραιάς) το 1826.

Η ΑΦΙΞΗ ΜΟΥ...στη γη!

Ήταν τις πρωινές ώρες μιας Τετάρτης, του Απρίλη του ’45, στην Κωνσταντινούπολη, όταν πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ’ αυτό τον κόσμο. Η αγαπημένη μου μητέρα δεν με άντεχε άλλο και υποχρεώθηκα να αποχωριστώ τη θαλπωρή που μου προσέφερε. Για την Ευρώπη, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει και η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας θα υπογραφόταν δύο εβδομάδες αργότερα. Οι ατομικές βόμβες δεν είχαν πέσει ακόμη στις Hiroshima και Nagasaki.

Όταν γεννήθηκα ζύγιζα περίπου 4,5 κιλά! Εκείνα τα χρόνια, οι έγκυες πίστευαν πως έπρεπε να τρώνε κάτι παραπάνω και για το παιδάκι στην κοιλιά. Η μάνα μου είχε προτιμήσει τον κατ’ οίκον τοκετό και κινδύνεψε να πεθάνει από επιλόχειο πυρετό. Ευτυχώς την έσωσε η βενζυλοπενικιλίνη (επίσης γνωστή ως πενικιλίνη G) η οποία αν και ανακαλύφθηκε το 1929, πέρασαν 13 χρόνια (1942) πριν ξεκινήσει η
Η αφεντιά μου 7 μηνών.
εμπορική της χρήση/εκμετάλλευση.


Όταν τσακωνόμασταν καμιά φορά, μου έδειχνε τις ραβδώσεις που απέκτησε μετά τη γέννα λέγοντας, "κοιτάτε, για σας ζάρωσα την όμορφη κοιλίτσα μου, κι’ αυτό είναι το ευχαριστώ σας". Σαν παιδιά δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε ποτέ τον τρόπο που σκέπτονταν οι γονείς μας και δεν νομίζω πως θ’ αλλάξει τίποτε στον τομέα αυτό και στις μελλοντικές γενεές. Όταν ενημερώθηκα για το λεγόμενο ''χάσμα των γενεών'
', ήμουν ήδη φοιτητής της ιατρικής. Μέχρι τότε το ένιωθα μεν, αλλά δεν ήξερα πώς να το ονομάσω. 

Γεννήθηκα στον 4ο όροφο της πολυκατοικίας που βλέπετε στη φωτογραφία, καμιά 400αριά μέτρα απόσταση από τον πύργο του Γαλατά. Το κτίριο με τη σημερινή μορφή του χτίσθηκε το 1895 από μία οικογένεια Βέλγων και στην πορεία άλλαξε αρκετές φορές ιδιοκτήτες και ονομασίες. Την εποχή εκείνη ονομαζόταν Doğan
Doğan Apartman επί της οδού
Serdar-ı Ekrem.
Apartman
και ανήκε σε μία ασφαλιστική εταιρεία. Στις μέρες μας έχει ανακαινισθεί πλήρως, διαθέτει 51 διαμερίσματα των οποίων οι τιμές τους κυμαίνονται μεταξύ 600.000 μέχρι 1.000.000 δολάρια και διατηρεί ακόμη την τελευταία του ονομασία.


Όπως γνωρίζετε, τις εποχές εκείνες, η Αλεξάνδρεια, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Τραπεζούντα, αν και ανήκαν σε ξένους, στην ουσία ήταν Ελληνικές πόλεις, με τις εκκλησίες τους, τα σχολεία, τα γυμνάσια, τα λύκεια τους, τις κοινωνικές οργανώσεις και εκδηλώσεις τους κ.ο.κ. Η Ελληνική παιδεία κυριαρχούσε. Όλοι οι μη Τούρκοι φίλοι μας, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ιταλοί, Άγγλοι, που φέρνω στο μυαλό μου, ομιλούσαν την γλώσσα μας. Στο δημοτικό θυμάμαι, είχα συμμαθητές από την Ουγγαρία και Ιταλία. Οι γάμοι μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων ήταν πολύ σπάνιοι. 

Μερικές από τις αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, αφήνουν τόσο βαθειά τα ίχνη τους, που αυλακώνονται για πάντα στη θύμηση μας. Αν και πολύ μικρός ακόμη, κάποια συμβάντα μου είχαν δημιουργήσει έντονες εντυπώσεις.

Μέχρι το θάνατο της γιαγιάς Ελεονόρας και του παππού Γιάγκου
Εδώ μπήκε στην παρέα και ο πιτσιρικάς, 
ο αγαπημένος μου αδελφός Παύλος.
οι γονείς μου κατοικούσαν μαζί με την αδελφή και τον αδελφό της μητέρας μου, σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα 5 δωματίων, εκ των οποίων τα δύο ήταν τεράστια. Με τρεις εργαζόμενους κατάφερναν να τα βγάζουν πέρα με τα απαιτούμενα τρέχοντα έξοδα. Ο θείος μου όταν επέστρεψε από τον πόλεμο έπιασε δουλειά ως μαθητευόμενος στο τυπογραφείο που εργαζόταν ο πατέρας μου.


Θυμάμαι την εμαγιέ μπανιέρα μας που στηριζόταν σε τέσσερα πόδια, τον θερμοσίφωνα που ζεσταινόταν με ξύλα και το λούσιμο που γινόταν τα Σαββατοκύριακα. Σε μια γωνιά του μπάνιου υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο για τα κάρβουνα θέρμανσης και δίπλα στοιβάζονταν τα ξύλα για κάψιμο. Για τη γενική θέρμανση διαθέταμε τρεις θερμάστρες, μία κάρβουνου και δύο ξύλου. Μολονότι στο 4ο όροφο, καμιά φορά ξεπετάγονταν και κανένα τρομαγμένο μικρούλη ποντικάκι ανάμεσα από τα κάρβουνα και άρχιζε το κυνήγι με τις σκούπες. Όσο κυκλοφορούσε ο γάτος μας Τόμπι, ο Τζέρυ δεν έβγαινε για βόλτα. Για την κουζίνα μας δεν
Εδώ μάλλον με πειράζει η θεία μου από πίσω.
γράφω, επειδή δεν μπορώ να την θυμηθώ καθόλου.


Θυμάμαι ακόμη το παλιό ραδιόφωνο και τους δικούς μου καθισμένους γύρω του, να προσπαθούν να ακούσουν και να μάθουν νέα από την Πατρίδα. Κυρίως τα βράδια, τα ερτζιανά κύματα γινόταν ασθενέστερα και η λήψη όλο παράσιτα. Την ημέρα, που η λήψη ήταν καλύτερη, το σπίτι γέμιζε μουσική και τραγούδια, με τη μητέρα μου να συνοδεύει τους καλλιτέχνες με την πολύ καλή φωνή της.

Γράφοντας συρρέουν σκόρπιες αναμνήσεις από κάθε γωνιά. Μια από τις εικόνες που έχω π.χ. μπροστά μου είναι αυτή της θείας μου, να στέκεται μπροστά στο παράθυρο του δωματίου της, να με κρατάει με το ένα χέρι στην αγκαλιά της και να κινεί πέρα δώθε το άλλο της χέρι. Όταν μεγάλωσα, έμαθα από την ίδια, πως χαιρετούσε κάποιον Παναγιώτη, την πρώτη της μεγάλη αγάπη, που έμενε απέναντι και συνεννοούνταν με νεύματα. Μου είπε επίσης, πως όταν με κρατούσε η μάνα μου μπροστά στο ίδιο παράθυρο, άρχιζα να κάνω νεύματα, την σημασία των οποίων δεν μπορούσε να καταλάβει η μητέρα μου.

Μια άλλη πάλι εικόνα που δεν φεύγει απ’ το μυαλό μου, συνέβη όταν ήμουν 4 ετών περίπου. Είχα βγει στο μπαλκόνι και καλούσα
Βολτίτσα στην πλατεία Ταξίμ 
με τον θείο Ιωσήφ.
την πρώτη Τουρκαλίτσα φίλη μου Emine, για να της πω να κατεβεί στον κήπο πολυκατοικίας να παίξουμε. Εξ άλλου, έτσι είχαμε γνωριστεί, παίζοντας στα χώματα και στις λάσπες, γεμίζοντας κι’ αδειάζοντας τα κουβαδάκια μας. Θυμάμαι την έκπληξη της μητέρας μου όταν με άκουσε να χρησιμοποιώ τις πρώτες μου τουρκικές λέξεις.


Κι’ άλλη μία ιστοριούλα, τόσο νωπή στη μνήμη μου, που είναι σαν να εξελίσσεται αυτή τη στιγμή: Στη γωνία του δρόμου μας, έτσι κάπου σε απόσταση 200-250 μέτρων υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο του κ. Ιερεμία. Ένα μεσημεράκι λοιπόν, με πλησιάζει ο πατέρας μου, βάζει κάτι ψιλά στο τσεπάκι της ποδιάς που μου φορούσαν και μου λέει, "πήγαινε παιδάκι μου στο κ. Ιερεμία και πες του να σου δώσει δύο κρύες μπύρες"! Πιστέψτε με ρε παιδιά, την αλήθεια λέω! Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρόνων τότε και μέχρι σήμερα, απορώ ακόμη, πως ο πατέρας μου μ’ έστειλε μόνο μου στο δρόμο. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια τα αυτοκίνητα στη γειτονιά μας, ήταν εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο ούτε και οι απαγωγές τόσο συνηθισμένες. Τέλος πάντων, αφού πήγα στο μπακάλικο, επιστρέφω κρατώντας μία μπύρα σε κάθε χέρι, και ποια λέτε συναντώ στο προαύλιο της εισόδου; Την φίλη μου την Emine, και εφόσον πάσχω χρονίως από έντονη αδυναμία προς το ωραίο φύλο, σαν κύριος, της προσφέρω τη μία μπύρα! Αυτή όμως αρνείται να την πάρει! Έτσι είναι οι γυναίκες φίλοι μου, με τα ναζάκια τους σε κάνουν να υποφέρεις.
Η μητέρα μας σε ενδιαφέρουσα.
Εδώ που τα λέμε, "naz"
 είναι μια τουρκική λέξη που σημαίνει φιλαρέσκεια! Αφήνω λοιπόν τη μπυρίτσα επάνω σ’ ένα κασόνι που βρισκόταν εκεί μπροστά, κ’ ανεβαίνω στο διαμέρισμα. Μου αρχίζει την ανάκριση ο πατέρας, "μα παιδί μου, που είναι η άλλη μπύρα; σου έπεσε στο δρόμο; σου την πήρανε; τι έγινε;" Τελικά ομολόγησα την πράξη μου! Δεν θυμάμαι αν η μπύρα βρέθηκε, αλλά έκτοτε οι γονείς μου δεν έπαυσαν να αφηγούνται το περιστατικό στους φίλους τους και να γελάνε εις βάρος μου!

Άχ..μάλιστα! Θα ήθελα να συμπληρώσω δυο λόγια για την μπροστελίτσα που μου φόραγε η μάνα μου! Και...νάταν μόνο αυτή δηλαδή! Η μανούλα μου, φίλες και φίλοι, επιθυμούσε πάρα πολύ να είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι αντί εμού, και έτσι για κανένα δύο χρόνια έβγαζε τα απωθημένα της επάνω μου! Με άλλα λόγια, δεν μου φοραγε μεν φουστάνι αλλά φρόντιζε να κοριτσοφέρνω λιγάκι!
Κρίνετε μόνοι σας!
Όταν δε οι μπούκλες μου άρχισαν να χάνουν την σύσταση τους, (...και που να τις έβλεπε τώρα;) χρησιμοποιούσε μασιά μαλλιών για να μου τις φτιάχνει! Το πώς ξέφυγα από τη θηλυπρέπεια και δεν κατέληξα να γίνω "Τζέϊ" όπως λένε οι Κρητικοί, έ, μάλλον θαύμα είναι!


Ο παππούς ό Γιάγκος ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος. Είχε τελειώσει την Γαλλική σχολή ''Lycée Saint-Joseph'' της Πόλης και επειδή εργάσθηκε μερικά χρόνια στην Αλεξάνδρεια ομιλούσε και Αραβικά.

Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν στην Γερμανική τράπεζα και μόλις προέκυπταν προβλήματα με την Ελλάδα, τον έβγαζαν απ’ τη δουλειά. Όπως προανέφερα, οι τουρκικές αρχές, δίχως προειδοποίηση, πάγωναν τις άδειες εργασίας για όσους είχαν την Ελληνική υπηκοότητα και άρχιζε η αναμονή μέχρις ότου τα πράγματα ξαναφτιάξουν. Στόχος των Τούρκων ήταν ανέκαθεν να εξοντώσουν το Ελληνικό στοιχείο, και όπως γνωρίζουμε όλοι μας, τα κατάφεραν τέλεια. Μερικοί, για να μη χάσουν την εργασία τους υποχρεωνόντουσαν να εξαγοράσουν την Τουρκική υπηκοότητα, με πολλές φορές απρόβλεπτες συνέπειες.

Όταν ο παππούς υποχρεωνόταν να βγει από τη δουλειά, η οικογένεια περνούσε δύσκολες στιγμές. Είχαν μεν καμιά δύο κοττούλες, αλλά συχνά το μοναδικό τους γεύμα απαρτιζόταν από τηγανιτά ξηρά σύκα και ψωμί.

Η γιαγιά έραβε που και που κανένα φόρεμα για κάποιες κυρίες της
Κι' άλλο ντοκουμέντο!
ανώτερης κοινωνίας ώστε να βγαίνει ο επιούσιος.


Της μανούλας μας άρεζε ανέκαθεν ο χορός, η μουσική και το τραγούδι. Όταν ήταν 8 ετών, τα οικονομικά τους πήγαιναν καλύτερα και την έστελναν για μαθήματα πιάνου στο Πέρα. Δεν μπορούσαν βέβαια ν’ αγοράσουν πιάνο και ζωγράφιζε τα πλήκτρα με κιμωλία στις ξύλινες καρέκλες για ν’ ασκείται. Η δασκάλα του πιάνου ήταν τόσο ενθουσιασμένη μαζί της, που όταν δεν ήταν πλέον σε θέση να πληρώνουν τα δίδακτρα, τους πρότεινε να την αναλάβει δωρεά και να μένει μαζί της στην Πόλη, αλλά όπως είναι φυσικό, οι γονείς της αρνήθηκαν. Εν τω μεταξύ είχε γεννηθεί και μικρή αδελφούλα Ζωή και τα έξοδα αυξήθηκαν.

Πληροφοριακά, φίλες και φίλοι, για τους Έλληνες πολίτες, η άδεια παραμονής και εργασίας ανανεωνόταν κάθε δύο χρόνια. Μετά το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας που υπογράφηκε στην Άγκυρα, στις 30 Οκτωβρίου του 1930 και το σύμφωνο Εγκάρδιας Συνεννόησης, το οποίο εγγυούταν το απαραβίαστο των κοινών τους συνόρων, στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 με τους Ε. Βενιζέλο και Κ. Ατατούρκ, ακολούθησε μια σύντομη περίοδος εικονικής ηρεμίας και πραγματικότητας μεταξύ των δύο χωρών.

Επίσης απ’ ό,τι γνωρίζω, μέχρι το 1950 τα τέκνα των ξένων υπηκόων που γεννιόταν στην Τουρκία αποκτούσαν αυτομάτως την ιθαγένεια των γονέων τους. Στα μετέπειτα χρόνια, φθάνοντας την

ηλικία 18 ετών έπρεπε ν’ αποφασίσουν ποια υπηκόοτητα θ’ ακολουθούσαν, που για τους άρρενες, παραμονή στην Πόλη σήμαινε θητεία στον Τουρκικό στρατό!

Η γιαγιά Ελεονόρα ήταν Αυστριακής καταγωγής. Ο πατέρας της Άντον εργαζόταν στο παλάτι του σουλτάνου ως συντηρητής του παρκέ. Είχε μια ειδική συνταγή βερνικιού και φυσικά δεν αποκάλυπτε το μυστικό της σε κανέναν. Μία από τις τέσσερις κόρες του υπήρξε η γιαγιά μου. Εκτός από τα άπταιστα Ελληνικά και Τούρκικα, ομιλούσε Γαλλικά, Ιταλικά και πιστεύω Γερμανικά. Έμαθε επίσης τη ραπτική για να βοηθά την οικογένεια όταν ο παππούς έμενε άνεργος. Ένα φαινόμενο καθόλου ασυνήθιστο για τους Έλληνες υπηκόους της Πόλης. Σημειωτέον πως όλη μας η οικογένεια διατηρούσε την Ελληνική ιθαγένεια.

Όταν αρχές του 1951, εντός τριών μηνών, η γιαγιά και ο παππούς μας εγκατέλειψαν κάπως πρόωρα, οι γονείς μου αναγκαστήκαν να
Παρέα με τον Παυλάκο
μετακομίσουν σε μικρότερο διαμέρισμα κι’ έτσι χωρίσαμε από την θεία με τον θείο μου. Μέσα σ’ ένα εξάμηνο άλλαξαν τόσα πολλά γύρω μου που το παιδικό μου μυαλό ήταν ανίκανο να συνειδητοποιήσει.


Λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησα με το σχολείο. Όπως φαντάζομαι, ίσως επειδή άκουγα να συζητάν συχνά για τα σχολεία, απ’ ό,τι μου έλεγαν οι γονείς μου, ήθελα να πάω εκεί οπωσδήποτε. Όταν όμως, μετά την πρώτη μου επιτυχή μέρα στο σχολείο, με ξυπνά η μητέρα μου την δεύτερη μέρα, της λέω, "ξανά σχολείο μαμά, αφού πήγα εχθές", εδώ χαμογελάνε βέβαια!

Τα πρώτα σχολικά μου χρόνια τα πέρασα στην αστική σχολή Ταρσής Βαρείδου. Ένα παλιό, όμορφο ξύλινο κτίριο που δυστυχώς
Σήμερα παραμένουν τα ερείπια του σχολείου. Η σχολή απείχε μερικά μέτρα από το περίφημο γυμνάσιο μας ''Ζωγράφειο''. Το σιδερένιο πορτάκι που διακρίνεται στη φωτογραφία ήταν η είσοδος. Τις φωτογραφίες τις έβγαλα το 2009 από μια διπλανή μάντρα επειδή δεν μπόρεσα να μπω μέσα.

Ό,τι διακρίνετε φίλες και φίλοι είναι τα απομεινάρια του κυρίως κτιρίου.


έμοιαζε να βρίσκεται στα τελευταία του. Οι πρώτες δύο τάξεις βρίσκονταν εντός του κυρίου οικοδομήματος και οι υπόλοιπες κάτω στην αυλή, όπου υπήρχαν και δύο γυμναστήρια σε κακή κατάσταση, με εν μέρει ξηλωμένα τα ξύλινα δάπεδα και μόνιμο κίνδυνο τραυματισμού. Η σχολή ήταν ιδιωτική αλλά είχε πολύ καλή φήμη. Μερικοί από τους συμμαθητές μου ήταν εσωτερικοί, δηλαδή διανυκτέρευαν όλη την εβδομάδα και τα Σαββατοκύριακα πήγαιναν στα σπίτια τους. Εγώ παρέμενα μέχρι το βράδυ και έκανα
Στην αυλή του σχολείου. Διακρίνομαι στην άνω σειρά, 
ο 5ος από αριστερά.
 Την επόμενη περίοδο η σχολή δεν λειτουργησε πλέον.
τα καθήκοντα μου στη σχολή σαν ημιεσωτερικός. Η πολυκατοικία που μέναμε απείχε 15 λεπτά περίπου με τα πόδια. Καμιά φορά μας πήγαινε στο σχολείο ο Τούρκος θυρωρός μας, που για να είμαι ειλικρινής, απορώ ακόμη πως οι γονείς μας τον εμπιστευόταν.


Σε όλα τα σχολεία, συμπεριλαμβανομένων των γυμνασίων, το πρόγραµµα ήταν δίγλωσσο: ελληνόφωνο και τουρκόφωνο. Κατά την σχολική περίοδο 1950/51 λειτουργούσαν 44 δημοτικά και 5 γυμνάσια με 5115 μαθητές/μαθήτριες και στην περίοδο 1960/61 ο

Την τελευταία τάξη του δημοτικού την απορρόφησα στην αστική Σχολή Γαλατά. Το κτίριο Θεμελιώθηκε το 1885, ενώ η Σχολή ξεκίνησε να λειτουργεί το 1900. Αρχικά αρρένων και από το 1935 και έπειτα μεικτό, το σχολείο του Γαλατά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή της Πόλης, αφού στα διευθυντικά του έδρανα κάθισαν μεγάλες προσωπικότητες των Γραμμάτων.
Τον Φεβρουάριο του 2012 το Συμβούλιο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, αποφάσισε την επιστροφή του κτιρίου της Σχολής Γαλατά, το οποίο είχε καταχωρηθεί υπό το όνομα του τουρκικού δημοσίου, στους νόμιμους ιδιοκτήτες του (Εφορεία της Κοινότητας των Ναών και της Σχολής Γαλατά) βάσει του νόμου που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2011 για τα βακούφια (ιδρύματα). Η φωτογράφιση δεν είναι δική μου.
αριθμός αυτός είχε ανέλθει στις 7057.


Από Τούρκους δασκάλους/καθηγητές διδασκόμασταν στα τουρκικά, τα µαθήµατα Ιστορίας, Γεωγραφίας, Τούρκικης Γραµµατικής και Γλώσσας, Ηθικής, Κοινωνιολογίας, Πατριδογνωσίας καθώς και το µάθηµα της Εθνικής Άµυνας. Στα ελληνικά, από Έλληνες εκπαιδευτικούς, διδασκόμασταν τα µαθήµατα: Αρχαία και Νέα Ελληνικά, Μαθηµατικά, Φυσική, Χηµεία, Ανθρωπολογία, Βιολογία, Ζωολογία, Φυτολογία, Υγιεινή, Ψυχολογία, Λογική, Θρησκευτικά, Ιχνογραφία, Μουσική, Φιλοσοφία, Λατινικά, Ιστορία της Τέχνης, Φυσική Αγωγή.

Με τη Γαλλική γλώσσα ξεκινούσαμε στο δημοτικό και όταν πηγαίναμε στο Γυμνάσιο επιλέγαμε μεταξύ αυτής και της Αγγλικής.

Την Ελληνική ιστορία την διδασκόμασταν ανεπίσημα από τους Έλληνες δασκάλους ή καθηγητές μας. Από τα βιβλία που έρχονταν από την Πατρίδα, οι Τουρκικές αρχές αφαιρούσαν όσες σελίδες είχαν σχέση με την Ελληνική Επανάσταση. Τα μαθήματα της

Εθνικής Άµυνας γίνονταν στο Λύκειο και όσοι από εμάς είχαμε την Ελληνική ιθαγένεια δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή μας σ’ αυτά.
Τέλος πρώτου μέρους


Μέγα Ρεύμα μπροστά στο σπίτι της θείας Αθηνάς και θείου Νίκου. 
Θυμάμαι την στιγμή αυτή σαν τώρα. 
Την επομένη αρρώστησα με ιλαρά.
Διακρίνονται: δίπλα στην μητέρα μου ο εξάδελφος Μανώλης, 
μπροστά του η εξαδέλφη Ελένη, αριστερά της η θ. Αθηνά και 
η θ. Χαρίκλεια. Δίπλα μου ο Παυλάκος, η εξ. Λία και ο εξ. Ευτύχιος.
 
Πιο κάτω παραθέτω μερικές επιλογές φωτογραφιών και εγγράφων.
Ο παππούς Γιάγκος σε νεαρή ηλικία.


Η θεία Χαρίκλεια, ο πρωτότοκος θείος Δημήτρης που στα 25 του χρόνια έφυγε για την Πατρίδα και πέθανε από φυματίωση στην Αθήνα. Δεν τον γνωρίσαμε ποτέ. Δίπλα του ο θείος Νίκος και ο μικρός, ο πατέρας μας. Στο σύνολο τους ήταν 8 αδέλφια εκ των οποίων τα 4 απεβίωσαν σε πολύ μικρή ηλικία από παιδικές ασθένειες. Βλέπετε, εμβόλια δεν υπήρχαν τότε!
Ο Πύργος του Γαλατά και τα βόρεια τείχη χτίστηκαν το 1349 (Galata kulesi, Κουλάς) και εν συνεχεία τα τείχη της περιοχής του σημερινού Καράκιοϊ. Το 1387 περιτείχισαν τις περιοχές Κουλέντιμπι (Kuledibi), και Σισχανέ (Şişhane) και το 1397 ολοκλήρωσαν την οχύρωση με το χτίσιμο τείχους στην περιοχή Αζάπκαπι (Azapkapı).  Ο Πύργος του Γαλατά ήταν το βορειότερο παρατηρητήριο και ο κύριος αμυντικός πύργος της οχύρωσης. Μετά την άλωση της Πόλης ο Μωάμεθ ο Πορθητής μετέτρεψε το Γαλατά σε τόπο κατοικίας Ελλήνων και Εβραίων.
Εδώ η μανούλα μου ζούσε ακόμη με αυταπάτες. 

Νομίζω πως αυτή ήταν και 
η τελευταία μου θηλυπρεπής εμφάνιση.

Επιτέλους ντυμένος σαν αγοράκι,
παρέα με τον Παυλάκη!









Έγγραφο Ισπανικού Προξενείου – Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ισπανοί είχαν αναλάβει την προστασία των Ελλήνων υπηκόων της Πόλης και των περιχώρων. Μ’ αυτό το έγγραφο στη γαλλική γλώσσα, από το Ισπανικό Προξενείο Κωνσταντινουπόλεως, παρέχεται προστασία στον παππού μου Μιχαήλ Αρβανιτάκη, δημότη Αθηνών, κάτοικο Μεγάλου Ρεύματος (Arnavutköy), εργάτου.

Αποδεικτικό εγγραφής του πατέρα μου στα μητρώα του Προξενείου μας στην Πόλη.
Γαλατάς, Karaköy περίπου 1915-1920.
Γαλατάς, Karaköy 1983 - Λήψη από τον Πύργο του Γαλατά το 1983.
Γαλατάς - Στο κτίριο αυτό, στον 3ο όροφο στεγαζόταν το τυπογραφείο του πατέρα μου (φωτό του 2009).
Τα δύο παράθυρα αριστερά φώτιζαν την αποθήκη χαρτιών όπου βρισκόταν και η κοπτική μηχανή.
Μέγα Ρεύμα - Τότε
Μέγα Ρεύμα - Λήψη 2009 - Η εκκλησία είναι αυτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών όπου εκκλησιαζόμασταν τις Κυριακές.
Ήταν το 1677 όταν η ορθόδοξη κοινότητα έχτισε εκκλησία των Ταξιαρχών στην πλατεία του χωριού. Μια πρώτη αποκατάσταση έγινε το 1796 και διευρύνθηκε το 1798. Μετά από μια πυρκαγιά, η εκκλησία ξαναχτίστηκε πλήρως το 1834, αλλά υπέστη  σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια του σεισμού του 1894. Μετά απο εργασίες αποκατάστασης γύρω στο 1900, η εκκλησία απέκτισε τη σημερινή της μορφή. Υπήρχαν φήμες για ύπαρξη εκκλησίας στο Μεγάλο Ρεύμα απο τον πέμπτο αιώνα μ.Χ.
Στο ισόγειο αυτού του σπιτιού κατοίκησαν για ένα διάστημα η γιαγιά Μαριόγκα και ο παππούς Μιχάλης. Θυμάμαι που μου άρεζε να κάθομαι στο γωνιακό παράθυρο, με κρεμασμένα τα πόδια ανάμεσα από τα κάγγελα και να χαζεύω τον κόσμο που πέρναγε. Το σπίτι βρίσκεται ακριβώς απέναντι στην εκκλησία των Ταχιαρχών. Η φωτογραφία ελήφθη κατά την επίσκεψη μας το 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου