Ξέρετε παιδιά,
«Η ποίηση είναι μια ιδιαίτερη γλώσσα και, πιο συγκεκριμένα, μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα», έγραψε κάποτε ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ, 1871-1945.
Όσο διαβάζω και μελετώ τα γραφόμενα της νεοανακαλυφθείσης καλής μου φίλης Αγγέλας Αποστολοπούλου στο blog της, τόσο περισσότερο την θαυμάζω και κατά κάποιο τρόπο ζηλεύω την δεξιοτεχνία της στην επιλογή των λέξεων καθώς και στην διάρθρωση των κειμένων της που σφύζουν από ευαισθησία. Ανεξάρτητα από το αν κατέχουμε πολύ καλά την γλώσσα μας ή διαθέτουμε ένα πλούσιο λεξιλόγιο, δεν αρκεί για να γίνουμε συγγραφείς ή ποιητές. Όπως και τα καλύτερα πινέλα, χρώματα, καμβάδες ή σύνεργα, δεν πρόκειται να μας κάνουν ζωγράφους.
Σήμερα ασχολήθηκα μ’ ένα εντυπωσιακό γραπτό της, από το 2006, υπό τον τίτλο, «Τι θα έκανε ο μικρόψυχος καιρός χωρίς τους ποιητές;». Με συνάρπασε φίλες και φίλοι! Το
αναδημοσιεύω με την άδειά της.
«Η ποίηση είναι μια ιδιαίτερη γλώσσα και, πιο συγκεκριμένα, μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα», έγραψε κάποτε ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ, 1871-1945.
Όσο διαβάζω και μελετώ τα γραφόμενα της νεοανακαλυφθείσης καλής μου φίλης Αγγέλας Αποστολοπούλου στο blog της, τόσο περισσότερο την θαυμάζω και κατά κάποιο τρόπο ζηλεύω την δεξιοτεχνία της στην επιλογή των λέξεων καθώς και στην διάρθρωση των κειμένων της που σφύζουν από ευαισθησία. Ανεξάρτητα από το αν κατέχουμε πολύ καλά την γλώσσα μας ή διαθέτουμε ένα πλούσιο λεξιλόγιο, δεν αρκεί για να γίνουμε συγγραφείς ή ποιητές. Όπως και τα καλύτερα πινέλα, χρώματα, καμβάδες ή σύνεργα, δεν πρόκειται να μας κάνουν ζωγράφους.
Σήμερα ασχολήθηκα μ’ ένα εντυπωσιακό γραπτό της, από το 2006, υπό τον τίτλο, «Τι θα έκανε ο μικρόψυχος καιρός χωρίς τους ποιητές;». Με συνάρπασε φίλες και φίλοι! Το
αναδημοσιεύω με την άδειά της.
Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;
της Αγγέλας Αποστολοπούλου
Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια, όταν ο Ελύτης έγραφε:
«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.»
Αν έτσι αισθανόταν ο ποιητής τη δεκαετία του ’70, μπορούμε να φανταστούμε πόσο «άστεγος και περιττός» νιώθει ο σημερινός ποιητής. Τόσο ώστε κάποιοι να μιλούν ακόμη και για το τέλος της Ποίησης. Μεταξύ αυτών και άνθρωποι που σέβομαι βαθύτατα, όπως ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης. Σε ένα δοκίμιό του αναρωτιέται: «Ποια είναι λοιπόν η ηλικία της ποίησης σήμερα; Η ποίηση δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα η ποίηση λιγοστεύει.»
Πνέει τα λοίσθια λοιπόν η ποίηση; Ίσως και να είναι έτσι.
Θα επιχειρήσω ωστόσο μια μικρή, κατά μία μόνο λέξη, παραλλαγή στα λόγια του Λεοντάρη, που φωτίζει –ή σκιάζει- διαφορετικά το ερώτημα:
«Ποια είναι λοιπόν η ηλικία του ανθρώπου σήμερα; Ο άνθρωπος δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα ο άνθρωπος λιγοστεύει». Να κάτι στο οποίο θα συμφωνήσουμε φοβάμαι όλοι.
Ο άνθρωπος λιγοστεύει, με όλους τους τρόπους και σε όλα τα πεδία. Οι ηθικές αξίες εξαρθρώνονται, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν μετατραπεί σε ανταλλαγή εκδουλεύσεων ή στην καλύτερη περίπτωση σε ασφαλιστικά συμβόλαια με αμοιβαία καλούς όρους, η επιστημονική έμπνευση έχει υποκύψει στην εργαλειακή και χρησιμοθηρική χρήση της γνώσης, ο έρωτας έχει εκφυλιστεί σε φαστ-φουντ φαντασίωση, ο αισθησιασμός σε χυδαίο σεξισμό και οι οραματικές συλλήψεις των μεγάλων στοχαστών σε οικονομίστικη διαχείριση της ευμάρειας.
Όλα έχουν υποταγεί στην πανταχού παρούσα, και τα πάντα κυριαρχούσα, αρχή του ωφελιμισμού. Η οποία οδηγεί σε έναν άκρατο αμοραλισμό, και σε μια άνευ προηγουμένου ευτέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Γινόμαστε έτσι μάρτυρες ενός κοινωνικού, πολιτισμικού και ανθρωπολογικού φαινομένου, που κανένας από τους μεγάλους διανοητές του Διαφωτισμού, και τους μεγαλοφυείς πρωτοπόρους της Επιστημονικής Επανάστασης –αυτής της εκρηκτικής στιγμής στην πορεία της ανθρωπότητας- δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Μιας διαρκούς απογύμνωσης του ανθρώπου, κατά παράδοξο τρόπο τόσο μεγαλύτερης, όσο περισσότερο κατακτά ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, από τα ευγενή χαρακτηριστικά, που μπόρεσε μέσα στους αιώνες να αναπτύξει.
Κι αυτό γιατί οι παντός είδους ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες, που ανεξάρτητα από το ιδεολογικό, θρησκευτικό ή νομικό ένδυμά τους είχαν σαν κοινό θεμέλιο λίθο την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής για την αντιμετώπιση των έξωθεν, είτε από το φυσικό είτε από το ανθρωπογενές περιβάλλον, απειλών, χάνουν την αξία και τη δύναμή τους, στο βαθμό που ο άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στους υλικούς όρόυς της ζωής του. Οι ανθρώπινες σχέσεις, που σαν συνεκτικό ιστό είχαν την αλληλεγγύη απέναντι στις ίδιες απειλές, ατονούν επίσης. Έτσι, αφ’ ενός συρρικνώνεται σιγά-σιγά το εγγενές στον άνθρωπο στοιχείο της αναφορικότητας –η «κοινωνική του φύση», θα μπορούσαμε να το πούμε πιο απλά, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό το «κοινωνείν» κάθε είδους σχέση με τον Άλλον-, αφ’ ετέρου βαθαίνει το υπαρξιακό κενό, το οποίο ούτως ή άλλως τον ταλανίζει από δημιουργίας του. Η θρησκευτική πίστη που επί αιώνες απαντούσε σ’ αυτό το κενό, με την υπόσχεση μιας υπερβατικής δικαίωσης, κατέρρευσε κάτω από την επέλαση της μετά την Αναγέννηση επιστημονικής γνώσης, που μετατόπισε ριζικά τον προσανατολισμό της ανθρώπινης σκέψης. Μετά και τον «θάνατο του Θεού», ο άνθρωπος έμεινε πιο γυμνός και ανήμπορος από ποτέ μπροστά στην ανελέητη απουσία νοήματος, ικανού να δικαιώσει τον επί γης αγώνα του. Φυσική και αναπόφευκτη συνέπεια ήταν ο επαναπροσδιορισμός της καθημερινής του δράσης και στόχευσης στα ρεαλιστικά πλαίσια της υλικής ευημερίας, που ήταν ό,τι του απέμενε να επιδιώξει.
Σήμερα, που αυτή η ευημερία είναι παρούσα, που το βιοτικό επίπεδο έχει φτάσει σε ψηλά επίπεδα -μιλώ πάντα για τον δυτικό κόσμο στον οποίο ανήκουμε-, κι αυτό το τελευταίο ρεαλιστικό έρεισμα για τη νοηματοδότηση του ανθρώπινου βίου, εκλείπει. Αρκεί να σημειώσω τα φαινόμενα του υστερικού καταναλωτισμού, και του αγοραίου ηδονισμού που επέχουν θέση «αξιών», ακόμη και για νέους ανθρώπους, για του λόγου το αληθές.
Η αποσάρθρωση αυτή των κύριων συντεταγμένων, που μέχρι τώρα αφ’ ενός οριοθετούσαν και συγκροτούσαν το κοινωνικό σώμα σε ένα επίπεδο πάνω από το νόμο του ενστίκτου (ηθικός κανόνας), αφ’ ετέρου ενέπνεαν και ωθούσαν τον άνθρωπο στην υπέρβαση του ατομικού εγώ προς ό,τι εθεωρείτο «υψηλό και ευγενές» (οραματική θεώρηση του κόσμου, πανανθρώπινες αξίες, φιλοσοφία, τέχνη κ.λ.π.), οδηγεί σε μια νέου τύπου και άνευ όρων και ορίων βαρβαρότητα, η οποία ήδη δίνει τα σημάδια της. Αναίτιοι πόλεμοι, γενοκτονίες, δουλεμπόριο, σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών και γυναικών, αγοραπωλησίες βρεφών και οργάνων κ.λ.π. κ.λ.π. Κι όλ’ αυτά μπροστά στα μάτια μιας κοινωνίας που φρικιά βλέποντας τα «αποκαλυπτικά» ρεπορτάζ των τηλεοπτικών αστέρων, που εξαργυρώνουν με αμοιβές εκατομμυρίων την φρίκη, και διαπαιδαγωγούν στην ανομία και τη χυδαιότητα, και αμέσως μετά κοιμάται ανήσυχη μεν, άπραγη δε, στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια της, μέχρι το άλλο πρωί που όλοι θα πάνε στην δουλειά τους, και όλα θα έχουν γίνει χθεσινοβραδινό τηλεοπτικό παρελθόν. Αν σε όλ’ αυτά προσθέσουμε την ασύδοτη εκμετάλλευση, που οδηγεί στην καταστροφή, του φυσικού περιβάλλοντος, από το οποίο εξαρτάται η ίδια μας η ζωή, και τη ληστρική και απάνθρωπη στάση των «ανεπτυγμένων» χωρών απέναντι στον Τρίτο Κόσμο, έχουμε την εφιαλτική εικόνα μιας ανθρωπότητας και μιας εποχής, που καθόλου δεν περιποιεί τιμή στην… «κορωνίδα της δημιουργίας».
Να γιατί, να από τι, απειλείται και υποφέρει η Ποίηση. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα, η Ποίηση ασφυκτιά. Δεν έχει τόπο και τρόπο να υπάρξει.
Φαντάζει κάτι σαν σαλεμένη κόρη, που πήρε τα βουνά και παραληρεί. Και κάπως έτσι είναι. Γιατί η ποίηση στις μέρες μας είναι μία από τις ελάχιστες επιζώσες ευγενείς. Επειδή μάχεται ενάντια στην απανθρωποίηση του ανθρώπου. Διασώζει ό,τι τον διακρίνει από τα άλλα ζώα του πλανήτη, το μόνο που μπορεί να τον κάνει περήφανο: Τη δυνατότητά του να αίρεται πάνω από την ανάγκη. Ναι. Είναι αλήθεια. Δεν θα γεμίσεις το στομάχι σου, ούτε θα σκεπαστείς για να μην κρυώνεις, με στίχους. Και όμως εμείς οι άνθρωποι κάποια στιγμή αποκτήσαμε αυτή την… άχρηστη συνήθεια. Γιατί;
Γιατί ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα αυτού του πλανήτη που ζει με την κατάρα –και την ευλογία- της επίγνωσης του θανάτου του. Είτε είναι ο όφις της δημιουργίας, είτε η ιδιοτροπία της βιολογικής εξέλιξης που τον προίκισε μ’ αυτή την εκ γενετής πληγή, είναι καταδικασμένος ν’ αναζητά ένα νόημα, ικανό να επουλώσει, ή έστω ν’ απαλύνει, αυτόν τον βαθύ και αγιάτρευτο πόνο: την επίγνωση της ματαιότητας της ύπαρξής του. Είναι γι’ αυτό που χρειάζεται μια αλήθεια ακατάλυτη και αλώβητη από τα πυρά του πεπερασμένου, που πάνω της θα πατήσει χωρίς κλυδωνισμούς, για να φέρει εις πέρας του άχθος του βίου του. Μια αλήθεια καθαρή σαν το νερό της νιότης. Ατίθαση και αμόλυντη από τους συμβιβασμούς της γνώσης και του κοινωνικού κανόνα. Αθώα σαν το βλέμμα ενός παιδιού.
«Όλα τα παιδιά είναι μεγάλοι λογοτέχνες», λέει ο Πεσσόα. Γιατί η αθωότητα επιτρέπει στο παιδί να δει τα πράγματα του κόσμου απαλλαγμένα από κάθε σκοπιμότητα και κάθε σύμβαση. Και να βυθιστεί στην απόλαυσή τους άδολα και ά-λογα. Να γοητευτεί. Μήτρα της Ποίησης, και της Τέχνης γενικά, είναι η αθωότητα. Επειδή μπορεί να ακούει τον ψίθυρο από τη χώρα του θαύματος. Λένε συχνά ότι ο καλλιτέχνης παραμένει παιδί. Πράγματι. Δεν μπορεί να μεγαλώσει, γιατί δεν θέλει. Δεν θέλει να αποχωριστεί την μαγεία που βίωσε, όταν πρωταντίκρυσε τον έναστρο ουρανό. Ή την ευτυχία που ένοιωσε, όταν πρωτοέπαιξε με τα χρώματα ή τα χώματα, ανακαλύπτοντας την πολυτέλεια του περιττού και του άχρηστου, πλην όμως ικανού να του δείξει ένα δρόμο έξω και πέραν από κάθε ρεαλιστική επιταγή, σηματοδοτημένο μόνο από το χτύπο του σφυγμού του. Ένα δρόμο, που του μέλλει να συντρίβεται αδιάκοπα πάνω στο αδιέξοδό του, αλλά και να επιμένει αταλάντευτα στο δίκιο του. Αυτόν το σφυγμό, που τον οδηγεί ως εκεί που θα διαρρήξει τα ιμάτια της ύπαρξής του, ακολουθεί ο ποιητής μέχρις εσχάτων: «Κι εσύ για πού; / για πού κινάς σφυγμέ μου κ’ είναι / να πας δίχως πυξίδες; / Για πού τρελός κι ωραίος / τρελός / για πάντα» ρωτάει ο Κακναβάτος ομολογώντας την χωρίς προορισμό και ευόδωση περιπλάνηση, αλλά και διατρανώνοντας ταυτόχρονα την πίστη του σε ό,τι τον ορίζει σαν μοίρα. Και σαν είδος εκτός συναλλαγής.
Αυτός ο παραλογισμός, αυτή η «ιερή τρέλα», η φαντασιακή πρόσληψη και εγκαθίδρυση του Κόσμου με όρους αυστηρά προσωπικούς, και γι’ αυτό αδιαμφισβήτητα αληθινούς, είναι που γεννάει τη Τέχνη. Αρθρώνοντας έναν σωτήριο μύθο ως αλήθεια στην καρδιά της αλήθειας. «Θυμήσου / Τίποτα δεν είμαι πιο αληθινό από το / Ψέμα/», λέει αλλού ο ίδιος ποιητής, «Τίποτα πιο απολέμητο / πιο αίμα του αιμάτου / απολέμητο για πάντα». Αυτόν τον προσωπικό μύθο, που κουβαλάμε κλειδωμένο στα υπόγεια της ψυχής μας, για να μην τον βρει η τιμωρία του χρισμένου ως αλήθεια κοινωνικού ψεύδους, αποκαλύπτει ο ποιητικός λόγος, ιχνηλατώντας μια άλλης τάξης νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Ο ποιητής κατονομάζει το ιερό» κατά τον Χάιντεγγερ. Γιατί κατονομάζει το άρρητο και όμως υπαρκτό. Τέμνει κάθετα το χρόνο, διανοίγοντας το τώρα προς το άπειρο βάθος και ύψος των πραγμάτων. Εκεί, στο χείλος του γκρεμού ή στον ίλιγγο της αβύσσου, βυθίζεται, θεάται, ή ψηλαφίζει, διαλυμένος συχνά στα εξ ων συνετέθη, το αχανές της ύπαρξης, το μυστηριακό και απρόσμενο του γίγνεσθαι, τους ατελεύτητους ορίζοντες του ίδιου του εαυτού. «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή» δηλώνει ο ποιητής Παυλόπουλος Μια πόρτα ανοιχτή στο αιώνιο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Που κατοικεί εντός μας. Που συντελείται σ’ αυτή την ζωή, και όχι σε μιαν άλλη μελλούμενη. Είναι μια έξοδος στο λανθάνον, και όμως διαρκώς παρόν. Στο απεριόριστο εν δυνάμει του Είναι. Η Ποίηση είναι ένα νεύμα. Καλεί τον άνθρωπο έξω από το θάνατο. Όχι το θάνατο ως καταληκτικό σημείο μιας ακολουθίας γεγονότων, που αποτελούν το βίο του καθενός μας, αλλά το θάνατο στον παρόντα χρόνο, ως υποτέλεια στο νόμο της φθοράς και του συντελεσμένου.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Ποίηση είναι κατ’ εξοχήν πράξη και χώρος ελευθερίας. Και μάλιστα μιας ελευθερίας δωρεάν, που μόνο μέσα του μπορεί να βρει και να βιώσει ο καθένας από μας, ανεξάρτητα από τους υλικούς όρους της ύπαρξής του. Μιας ελευθερίας που μας λυτρώνει από τα αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια της ζωώδους μας φύσης.
«Επειδή, λέει ο Ελύτης, - να το πούμε κι αυτό-, ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διευρύνεις αυτό το πεδίο (…), διαθέτοντας καινούριες μονάδες για την μέτρηση του κόσμου. Αυτό είναι.»
Να ποια είναι η ιερή λειτουργία της ποίησης. Το ότι σημαίνει, χωρίς να κηρύττει, χωρίς δηλαδή να προσφέρει κονσέρβες σωτηριολογικών συστημάτων, έναν άλλον τρόπο να βιώσουμε τον εαυτό μας και τον άλλον. Έναν τρόπο να γευτούμε και να ερμηνεύσουμε τον Κόσμο απ’ την αρχή. Γιατί η Ποίηση εν τέλει, στην ευρύτατή της εκδοχή, είναι η ίδια η ερωτική, η εμπαθής, σχέση μας με τη ζωή. Είναι η άνευ όρων παράδοση στην πολυτέλεια και στην τραγικότητα του ανθρώπινου. Είναι αναβάπτιση στη χαμένη αθωότητα του Θέλω, τη χαμένη γενναιοδωρία του Τιμώ, τη χαμένη ελευθερία του Πιστεύω. Είναι κατάφαση στην αγωνία του Είμαι, τη συντριβή του Πενθώ, την περηφάνια του Μάχομαι. Είναι, σε πείσμα κάθε δυϊσμού, το πείσμα του: Συν-αισθάνομαι άρα Υπάρχω.
Έτσι στο παλιό ερώτημα του Χαίλντερλιν, που επανατίθεται σήμερα επιτακτικά : «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;», απαντώ αντιστρέφοντας την ερώτηση: Τι θα έκανε ο μικρόψυχος καιρός χωρίς τους ποιητές;
Και μάλιστα, τολμώ να πω, όσο πιο μικρόψυχοι είναι οι καιροί, όπως αυτοί που ζούμε, τόσο πιο μεγάλη η ανάγκη της φωνής του Ποιητή. Σαν προμαχώνας και καταλυτική απάντηση στην επαπειλούμενη νέα βαρβαρότητα που προανέφερα.
Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος έχει βρεθεί αντιμέτωπος με ένα πρωτοφανές στην ιστορία του πολιτισμού παράδοξο. Από τη μια όλα τα δεδομένα και τα όρια, που μέχρι τώρα συγκροτούσαν τον κοινωνικό και γνωσιολογικό ιστό της ύπαρξής του, έχουν διαρραγεί. Το, σε ικανοποιητικό βαθμό προσιτό και ελέγξιμο από την νόηση, ηλιοκεντρικό κοσμοείδωλο έχει αντικατασταθεί από τα ασύλληπτα, για τα μέτρα του νοητικού του οργάνου, μεγέθη ενός σύμπαντος δισεκατομμυρίων ήλιων και δισεκατομμυρίων γαλαξιών. Η ασφαλής και οικεία νευτώνεια φυσική, που μέχρι τώρα διευθετούσε επαρκώς τη σχέση μας με τον περιβάλλοντα κόσμο, καταρρέει στους χώρους του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, όπου αίφνης τα μήλα δεν πέφτουν κάτω από τη μηλιά και το φωτόνιο είναι την ίδια στιγμή και ύλη και ενέργεια. Η καταβύθιση στο γενετικό κώδικα υπόσχεται να ξεκλειδώσει την δυνατότητα χειραγώγησης του ίδιου του μυστικού της ζωής και του θανάτου. Η επιστήμη του χάους μας δίνει μια νέα ανάγνωση του γίγνεσθαι, όπου οι νόμοι της αταξίας κυριαρχούν, ή έστω διαλέγονται ισότιμα, με τους νόμους της τάξης. Ταυτόχρονα η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, στην οποία ήδη ζούμε, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να βιώσει τον υψηλότερο και δημιουργικότερο βαθμό κοινωνικότητας. Να επικοινωνήσει με όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, διασταυρώνοντας και συνθέτοντας ιδέες και δράσεις απεριόριστα, επιτυγχάνοντας επιπλέον μια εν τοις πράγμασι, και όχι άνωθεν, άρση πολλών από τις ποικίλες κοινωνικές, φυλετικές και λοιπές διακρίσεις. Όλ’ αυτά συνιστούν μια ραγδαία διογκούμενη έκρηξη των δυνατοτήτων της ανθρώπινης δράσης και συνείδησης, που μόνο με την ανακάλυψη της φωτιάς και με την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου–18ου αι. μπορεί να συγκριθεί, σε μια κλίμακα ίσως ακόμη μεγαλύτερη.
Πίσω όμως και μέσα σ’ όλα αυτά κρύβεται η μεγάλη παγίδα. Γιατί μαζί με την διάρρηξη των μέχρι πρότινος ορίων της ανθρώπινης δυνατότητας, διερράγησαν και όσα συνέθεταν τον συνεκτικό ιστό των ποικίλων κοινωνικών μορφωμάτων. Αξίες, σχέσεις, ιδεολογικοί χώροι, θεσμοί, τρόποι ένταξης και ενσωμάτωσης, ρυθμοί προσαρμογής. Από εδώ ανακύπτει και ο μεγάλος κίνδυνος. Πίσω από αυτήν την εκρηκτική απελευθέρωση από γνωσιολογικά και κοινωνικά δεσμά χιλιετιών, που συντελείται στους καιρούς μας, κρύβεται ο κίνδυνος της πιο βαθιάς ανελευθερίας. Γιατί μπροστά σ’ αυτή την μη προβλέψιμη και ανεξέλεγκτη δυναμική της εξέλιξης, σ’ αυτό το τεράστιο άνοιγμα όλων των οριζόντων, με ρυθμούς πρωτοφανείς στην ιστορία του ανθρώπου, χάνεται κάθε μορφής δίχτυ ασφαλείας, που ο άνθρωπος διέθετε στην μέχρι τώρα πορεία του. Και αυτό τον κάνει να νιώθει πιο μικρός, ασήμαντος και αδύναμος από ποτέ. Ελλοχεύει έτσι ο κίνδυνος συρρίκνωσής του σε ένα πλάσμα τρομαγμένο, μοναχικό, κλεισμένο στον εαυτό του και στον όσο γίνεται πιο μικρό και ελέγξιμο, δηλαδή πιο ασφαλή, ιδιωτικό του χώρο. Η μετατροπή του σε μια άσημη και απρόσωπη μονάδα, μέσα σε ένα ισοπεδωτικό ανώνυμο πλήθος. Σε μια μάζα. Ένα πλάσμα πιο ανελεύθερο από οποιονδήποτε δούλο άλλων εποχών. Αυτοεγκλωβισμένο στο ίδιο το κελί των φόβων του. Ένα φόβο, που το οδηγεί τυφλά στον αμοραλισμό, για τον οποίο μίλησα στην αρχή. Σε μια απόλυτα και ασύδοτα χρησιμοθηρική σχέση με τα πράγματα, που τον καθιστά από επιρρεπή έως υποτελή σε κάθε ιδιοτελή και ευτελή συναλλαγή, που η βιωματική αναγκαιότητα του επιβάλλει ή του προτείνει, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στις πιο ακραίες μορφές βαρβαρότητας, στις οποίες αναφέρθηκα νωρίτερα.
Απάντηση και λύτρωση από αυτό το φόβο μπορεί να δώσει μόνο μια εσωτερική απελευθέρωση. Το άνοιγμα του ανθρώπου σε μια επί της ουσίας ποιητική διάσταση της ύπαρξής του, και της σχέσης του με την πραγματικότητα. Μια σχέση αληθινής ελευθερίας. Που θα αρνείται τη χρηστική και φοβική συναλλαγή με ό,τι τον περιβάλλει. Μόνο η ψυχική και πνευματική μετάβαση από τον ψυχρά ωφελιμιστικό –στον οποίο έχει οδηγήσει ένας εκφυλισμένος ορθολογισμός- τρόπο σκέψης και δράσης, σε έναν νέο, «κβαντικό» τρόπο σύλληψης της πραγματικότητας και της σχέσης μας μ’ αυτήν –απ’ όπου ακριβώς πηγάζει η ποιητική και η κάθε δημιουργική έμπνευση-, μπορεί να μας ανοίξει το δρόμο για έναν «ποιητικό» διάλογο με τον παλλόμενο από προοπτικές και δυνατότητες Νέο Κόσμο, που ανοίγεται μπροστά μας.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται ίσως στο πιο κρίσιμο σημείο της εξέλιξής της. Μπροστά σε ένα σταυροδρόμι καθοριστικό για την από τούδε και στο εξής πορεία της. Ζούμε μια εποχή σεισμικών δονήσεων. Δίπλα μας, μπρος στα μάτια μας, κάτω από τα πόδια μας, συντελούνται αλλαγές, που η τριβή με την πιεστική καθημερινότητα δεν μας αφήνει ίσως να δούμε καθαρά. Οι άξονες, πάνω στους οποίους στηρίχτηκε και χτίστηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, τρίζουν ή γκρεμίζονται. Οι τεκτονικές πλάκες του μετακινούνται. «Μα κι ο σεισμός βαθύτερη την χτίση θεμελιώνει» λέει ο ποιητής. Από εμάς εξαρτάται σε τι θα θεμελιώσουμε αυτό τον νέο πολιτισμό. Αυτό που απειλείται και διακυβεύεται αυτή τη στιγμή, και αυτό που δίνει στην ποίηση έναν ρόλο που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε σε τέτοιο βαθμό, είναι η ίδια η ελευθερία μας. Εκείνη η αληθινή, η μέσα μας ελευθερία, στην οποία νωρίτερα αναφέρθηκα.
Και η πρόκληση στην οποία ο άνθρωπος καλείται πλέον να ανταποκριθεί, είναι το κατά πόσον θα μπορέσει να υπερβεί τις φοβίες, την ανασφάλεια και τη μικροψυχία, που οι νέοι όροι του παιχνιδιού του προκαλούν, και θα κατορθώσει, αντί να υπαναχωρήσει στο ζωώδες, να τολμήσει τη μεγάλη δρασκελιά προς ένα νέο τύπο ανθρώπου –θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «homo poeticus»-, ανοιχτό σε έναν θαρραλέο διάλογο με το αχανές –εντός και εκτός εαυτού- σύμπαν, ικανό να «διαμορφώσει καινούριες μονάδες για την μέτρηση του κόσμου». Nα αρθεί δηλαδή στην ποιητικότητα της ανθρώπινης υπόστασης, που εντελεχώς ενυπάρχει στη δυναμική της εξέλιξής του, και είναι η μόνη που μπορεί να δικαιώσει το υπαρξιακό αίτημά του.
Ο homo sapiens έφτασε στο ανώτατο όριό του. Κατόρθωσε με τον ορθό λόγο να ποδηγετήσει τους υλικούς όρους της ύπαρξής του, και να εξασφαλίσει την επιβίωση και μακροζωία του. Έτσι, απαλλαγμένος από την πίεση της ανάγκης, μπορεί πλέον να αναμετρηθεί με το μεγάλο του προνόμιο: την ελεύθερη επιλογή. Το ίδιο το «θείο σχέδιο» στέκεται απέναντί του και τον κοιτάζει με ειρωνεία και αγωνία, σαν να του λέει: Τώρα, που έφυγες οριστικά από το ζώο, τι θα κάνεις τα λυμένα χέρια σου; Θα πιάσεις τη λάσπη και θα την κάνεις άγαλμα; Ή θα ξαπλώσεις και θα κυλιστείς μέσα της, γρυλίζοντας από χόρταση και ανία;
Η εξέλιξη δεν εξαλείφει τα προηγούμενα στάδια. Μόνο επιστρώσεις επιφέρει. Ο homo neanderthal κοιμάται πάντα μέσα μας, πλην όμως ήσυχος και χορτασμένος. Φτάνει ωστόσο ένα σκούντηγμα για να ξυπνήσει περιχαρής, και να ξαναρχίσει τους αγαπημένους του καννιβαλισμούς. Το ζώο είναι η πρώτη μας ύλη. Ποτέ δεν θα τη σκοτώσουμε. Το μόνο που μπορούμε είναι να την κρατάμε κοιμισμένη, ικανοποιώντας τις πρωτογενείς ανάγκες της.
Από την άλλη ο «homo poeticus» εγκυμονείται στις πιο λεπτές γονιδιακές μας απολήξεις επί χιλιετίες, περιμένοντας υπομονετικά να τον γεννήσουμε όταν έρθει η ώρα. Και η ώρα ήρθε. Οι συνθήκες τον εκκολάπτουν. Κυοφορείται στα σπλάγχνα της μεταβατικής μεταμοντέρνας πραγματικότητας, και μας καλεί να τον ακολουθήσουμε, ανοίγοντάς μας –ω του θαύματος!-, σε μια ξαφνική στροφή του δρόμου που ανυποψίαστοι πηγαίναμε, την πόρτα σε ένα πιο γοητευτικό από ποτέ modus vivendi. Χρειάζεται όμως η δική μας συνειδητή δράση για να πάρει σάρκα και οστά. Γιατί ο άνθρωπος έχει το προνόμιο και την ευθύνη να διαθέτει συνείδηση. Ικανότητα δηλαδή να αναστοχάζεται τον εαυτό του και τον κόσμο, και να συντελεί έτσι στη διαμόρφωσή τους. Και η συνείδησή μας στην ιστορική στιγμή που διανύουμε καλείται να απαντήσει στο ερώτημα που η ίδια η εξέλιξη θέτει ενώπιόν της. «Μόνο το αισθητικό φαινόμενο εξανθρωπίζει τον άνθρωπο» έλεγε ο Νίτσε. Και είχε δίκιο. Ακριβώς επειδή απαντά στο ερώτημα αυτό, επιλέγοντας το άγαλμα από το γρύλισμα. Είναι γι’ αυτό, που η πρόσβαση στη «μυστική κίνηση των πραγμάτων», και «στο πραγματικό νόημα της ελευθερίας», συνιστά το αίτημα της μοναδικής πιστεύω αληθινής, με τους όρους του σήμερα, επανάστασης.
Όταν οι νέοι, πιο αθώοι, και γι’ αυτό πιο ευαίσθητοι, στα κελεύσματα των καιρών, γράφουν σήμερα στους τοίχους: «Παλιά ‘καίγαν τα βιβλία, τώρα καίνε τα μυαλά», αυτό το πραγματικό νόημα της ελευθερίας διεκδικούν. Και ο Ποιητικός Λόγος επιβεβαιώνει απερίφραστα: «μπορεί να μιλά κανείς με θάλασσα για επανάσταση, όπως μιλά με πολυβόλα».
Φυσικά το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει τη δική του δυναμική και τους δικούς του ρυθμούς, που υψώνουν εμπόδια, ή οδηγούν τα πράγματα προς διάφορες κατευθύνσεις, όχι πάντα τις ευτυχέστερες για τον άνθρωπο. Αλλά ακόμα κι έτσι, ή ακριβώς γι’ αυτό, έχει σημασία να αποκτήσουμε συνείδηση των υπόγειων αλλαγών, που εξυφαίνονται ερήμην των βουλήσεών μας, και να προσπαθήσουμε να στρέψουμε το ταραγμένο ποτάμι του καιρού, όχι στη λασπωμένη λίμνη του παλιού, απ’ όπου μόνο να ξεχειλίσει και να μας πνίξει μπορεί, αλλά στην ανοιχτή θάλασσα του νέου συναρπαστικού ταξιδιού. Ας λύσουμε λοιπόν τα σφιγμένα χέρια μας, κι ας τα σμίξουμε έξω και πέραν απ’ ό,τι μας πνίγει, μας εξορίζει, και ακυρώνει ό,τι πιο ανθρώπινο διαθέτουμε: Την ποιητική μας υπόσταση. Κοινή τόσο στους δημιουργούς, όσο και στους αναγνώστες. Ζωντανή σε κάθε άνθρωπο, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αίρεται πάνω από τη στενότητα και την ιδιοτέλεια του μικρόκοσμού του. Είτε πρόκειται για δημιουργό, είτε για οραματιστή επαναστάτη, εμπνευσμένο φιλόσοφο ή επιστήμονα, ψυχωμένο δάσκαλο ή γονιό, είτε ακόμη πρόκειται για άνθρωπο που τολμά αληθινά να ερωτεύεται. Ζωντανή σε κάθε άνθρωπο που «μετράει τ’ άστρα». Σε κάθε άνθρωπο που κάτι μέσα του γυρεύει το θαύμα. Μα «Όταν γυρεύεις το θαύμα, όπως λέει ο Σεφέρης, πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων / γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες των ανθρώπων».
Η Ποίηση, σαν τρόπος ερμηνείας και βίωσης της ζωής, του εαυτού μας και της σχέσης μας με τον άλλον, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να χτίσουμε έναν νέο κόσμο, στη θέση αυτού του υπερφίαλου και παράλογου πύργου της Βαβέλ, που κατορθώσαμε να στήσουμε, και που είναι έτοιμος να γκρεμιστεί με πάταγο –αν δεν το έχει ήδη κάνει. Όσο για το ποιητικό κείμενο καθ’ εαυτό, δεν είναι παρά η εσωτερική μας φωνή που ακούγεται από αυτόν τον άλλο κόσμο, και μας καλεί να τον αναστήσουμε με την πνοή μας.
Ο καιρός για το ρηξικέλευθο άλμα του ανθρώπου προς τον μεγάλο ουρανό που κρύβει μέσα του ήρθε. Ο «homo poeticus», αυτό το ντελικάτο πλάσμα, με τα πελώρια μάτια και την ακόρεστη δίψα για αλήθεια και ομορφιά, καρπός του ζευγαρώματος του ανθρώπου με την απεραντοσύνη, στέκει μπροστά μας, και μας κοιτάζει ως τα μύχια, ζητώντας την απάντησή μας: Θα τον φέρουμε στον κόσμο, γεννώντας έτσι και τον εαυτό μας από την αρχή; Ή θα τον ρίξουμε βορά στο ζώο που γρυλίζει φοβισμένο στα έγκατα της ύπαρξής μας;
Η επιλογή είναι δική μας. Και είναι ελεύθερη.
Απρίλης 2006
Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια, όταν ο Ελύτης έγραφε:
«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.»
Αν έτσι αισθανόταν ο ποιητής τη δεκαετία του ’70, μπορούμε να φανταστούμε πόσο «άστεγος και περιττός» νιώθει ο σημερινός ποιητής. Τόσο ώστε κάποιοι να μιλούν ακόμη και για το τέλος της Ποίησης. Μεταξύ αυτών και άνθρωποι που σέβομαι βαθύτατα, όπως ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης. Σε ένα δοκίμιό του αναρωτιέται: «Ποια είναι λοιπόν η ηλικία της ποίησης σήμερα; Η ποίηση δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα η ποίηση λιγοστεύει.»
Πνέει τα λοίσθια λοιπόν η ποίηση; Ίσως και να είναι έτσι.
Θα επιχειρήσω ωστόσο μια μικρή, κατά μία μόνο λέξη, παραλλαγή στα λόγια του Λεοντάρη, που φωτίζει –ή σκιάζει- διαφορετικά το ερώτημα:
«Ποια είναι λοιπόν η ηλικία του ανθρώπου σήμερα; Ο άνθρωπος δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα ο άνθρωπος λιγοστεύει». Να κάτι στο οποίο θα συμφωνήσουμε φοβάμαι όλοι.
Ο άνθρωπος λιγοστεύει, με όλους τους τρόπους και σε όλα τα πεδία. Οι ηθικές αξίες εξαρθρώνονται, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν μετατραπεί σε ανταλλαγή εκδουλεύσεων ή στην καλύτερη περίπτωση σε ασφαλιστικά συμβόλαια με αμοιβαία καλούς όρους, η επιστημονική έμπνευση έχει υποκύψει στην εργαλειακή και χρησιμοθηρική χρήση της γνώσης, ο έρωτας έχει εκφυλιστεί σε φαστ-φουντ φαντασίωση, ο αισθησιασμός σε χυδαίο σεξισμό και οι οραματικές συλλήψεις των μεγάλων στοχαστών σε οικονομίστικη διαχείριση της ευμάρειας.
Όλα έχουν υποταγεί στην πανταχού παρούσα, και τα πάντα κυριαρχούσα, αρχή του ωφελιμισμού. Η οποία οδηγεί σε έναν άκρατο αμοραλισμό, και σε μια άνευ προηγουμένου ευτέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Γινόμαστε έτσι μάρτυρες ενός κοινωνικού, πολιτισμικού και ανθρωπολογικού φαινομένου, που κανένας από τους μεγάλους διανοητές του Διαφωτισμού, και τους μεγαλοφυείς πρωτοπόρους της Επιστημονικής Επανάστασης –αυτής της εκρηκτικής στιγμής στην πορεία της ανθρωπότητας- δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Μιας διαρκούς απογύμνωσης του ανθρώπου, κατά παράδοξο τρόπο τόσο μεγαλύτερης, όσο περισσότερο κατακτά ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, από τα ευγενή χαρακτηριστικά, που μπόρεσε μέσα στους αιώνες να αναπτύξει.
Κι αυτό γιατί οι παντός είδους ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες, που ανεξάρτητα από το ιδεολογικό, θρησκευτικό ή νομικό ένδυμά τους είχαν σαν κοινό θεμέλιο λίθο την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής για την αντιμετώπιση των έξωθεν, είτε από το φυσικό είτε από το ανθρωπογενές περιβάλλον, απειλών, χάνουν την αξία και τη δύναμή τους, στο βαθμό που ο άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στους υλικούς όρόυς της ζωής του. Οι ανθρώπινες σχέσεις, που σαν συνεκτικό ιστό είχαν την αλληλεγγύη απέναντι στις ίδιες απειλές, ατονούν επίσης. Έτσι, αφ’ ενός συρρικνώνεται σιγά-σιγά το εγγενές στον άνθρωπο στοιχείο της αναφορικότητας –η «κοινωνική του φύση», θα μπορούσαμε να το πούμε πιο απλά, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό το «κοινωνείν» κάθε είδους σχέση με τον Άλλον-, αφ’ ετέρου βαθαίνει το υπαρξιακό κενό, το οποίο ούτως ή άλλως τον ταλανίζει από δημιουργίας του. Η θρησκευτική πίστη που επί αιώνες απαντούσε σ’ αυτό το κενό, με την υπόσχεση μιας υπερβατικής δικαίωσης, κατέρρευσε κάτω από την επέλαση της μετά την Αναγέννηση επιστημονικής γνώσης, που μετατόπισε ριζικά τον προσανατολισμό της ανθρώπινης σκέψης. Μετά και τον «θάνατο του Θεού», ο άνθρωπος έμεινε πιο γυμνός και ανήμπορος από ποτέ μπροστά στην ανελέητη απουσία νοήματος, ικανού να δικαιώσει τον επί γης αγώνα του. Φυσική και αναπόφευκτη συνέπεια ήταν ο επαναπροσδιορισμός της καθημερινής του δράσης και στόχευσης στα ρεαλιστικά πλαίσια της υλικής ευημερίας, που ήταν ό,τι του απέμενε να επιδιώξει.
Σήμερα, που αυτή η ευημερία είναι παρούσα, που το βιοτικό επίπεδο έχει φτάσει σε ψηλά επίπεδα -μιλώ πάντα για τον δυτικό κόσμο στον οποίο ανήκουμε-, κι αυτό το τελευταίο ρεαλιστικό έρεισμα για τη νοηματοδότηση του ανθρώπινου βίου, εκλείπει. Αρκεί να σημειώσω τα φαινόμενα του υστερικού καταναλωτισμού, και του αγοραίου ηδονισμού που επέχουν θέση «αξιών», ακόμη και για νέους ανθρώπους, για του λόγου το αληθές.
Η αποσάρθρωση αυτή των κύριων συντεταγμένων, που μέχρι τώρα αφ’ ενός οριοθετούσαν και συγκροτούσαν το κοινωνικό σώμα σε ένα επίπεδο πάνω από το νόμο του ενστίκτου (ηθικός κανόνας), αφ’ ετέρου ενέπνεαν και ωθούσαν τον άνθρωπο στην υπέρβαση του ατομικού εγώ προς ό,τι εθεωρείτο «υψηλό και ευγενές» (οραματική θεώρηση του κόσμου, πανανθρώπινες αξίες, φιλοσοφία, τέχνη κ.λ.π.), οδηγεί σε μια νέου τύπου και άνευ όρων και ορίων βαρβαρότητα, η οποία ήδη δίνει τα σημάδια της. Αναίτιοι πόλεμοι, γενοκτονίες, δουλεμπόριο, σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών και γυναικών, αγοραπωλησίες βρεφών και οργάνων κ.λ.π. κ.λ.π. Κι όλ’ αυτά μπροστά στα μάτια μιας κοινωνίας που φρικιά βλέποντας τα «αποκαλυπτικά» ρεπορτάζ των τηλεοπτικών αστέρων, που εξαργυρώνουν με αμοιβές εκατομμυρίων την φρίκη, και διαπαιδαγωγούν στην ανομία και τη χυδαιότητα, και αμέσως μετά κοιμάται ανήσυχη μεν, άπραγη δε, στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια της, μέχρι το άλλο πρωί που όλοι θα πάνε στην δουλειά τους, και όλα θα έχουν γίνει χθεσινοβραδινό τηλεοπτικό παρελθόν. Αν σε όλ’ αυτά προσθέσουμε την ασύδοτη εκμετάλλευση, που οδηγεί στην καταστροφή, του φυσικού περιβάλλοντος, από το οποίο εξαρτάται η ίδια μας η ζωή, και τη ληστρική και απάνθρωπη στάση των «ανεπτυγμένων» χωρών απέναντι στον Τρίτο Κόσμο, έχουμε την εφιαλτική εικόνα μιας ανθρωπότητας και μιας εποχής, που καθόλου δεν περιποιεί τιμή στην… «κορωνίδα της δημιουργίας».
Να γιατί, να από τι, απειλείται και υποφέρει η Ποίηση. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα, η Ποίηση ασφυκτιά. Δεν έχει τόπο και τρόπο να υπάρξει.
Φαντάζει κάτι σαν σαλεμένη κόρη, που πήρε τα βουνά και παραληρεί. Και κάπως έτσι είναι. Γιατί η ποίηση στις μέρες μας είναι μία από τις ελάχιστες επιζώσες ευγενείς. Επειδή μάχεται ενάντια στην απανθρωποίηση του ανθρώπου. Διασώζει ό,τι τον διακρίνει από τα άλλα ζώα του πλανήτη, το μόνο που μπορεί να τον κάνει περήφανο: Τη δυνατότητά του να αίρεται πάνω από την ανάγκη. Ναι. Είναι αλήθεια. Δεν θα γεμίσεις το στομάχι σου, ούτε θα σκεπαστείς για να μην κρυώνεις, με στίχους. Και όμως εμείς οι άνθρωποι κάποια στιγμή αποκτήσαμε αυτή την… άχρηστη συνήθεια. Γιατί;
Γιατί ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα αυτού του πλανήτη που ζει με την κατάρα –και την ευλογία- της επίγνωσης του θανάτου του. Είτε είναι ο όφις της δημιουργίας, είτε η ιδιοτροπία της βιολογικής εξέλιξης που τον προίκισε μ’ αυτή την εκ γενετής πληγή, είναι καταδικασμένος ν’ αναζητά ένα νόημα, ικανό να επουλώσει, ή έστω ν’ απαλύνει, αυτόν τον βαθύ και αγιάτρευτο πόνο: την επίγνωση της ματαιότητας της ύπαρξής του. Είναι γι’ αυτό που χρειάζεται μια αλήθεια ακατάλυτη και αλώβητη από τα πυρά του πεπερασμένου, που πάνω της θα πατήσει χωρίς κλυδωνισμούς, για να φέρει εις πέρας του άχθος του βίου του. Μια αλήθεια καθαρή σαν το νερό της νιότης. Ατίθαση και αμόλυντη από τους συμβιβασμούς της γνώσης και του κοινωνικού κανόνα. Αθώα σαν το βλέμμα ενός παιδιού.
«Όλα τα παιδιά είναι μεγάλοι λογοτέχνες», λέει ο Πεσσόα. Γιατί η αθωότητα επιτρέπει στο παιδί να δει τα πράγματα του κόσμου απαλλαγμένα από κάθε σκοπιμότητα και κάθε σύμβαση. Και να βυθιστεί στην απόλαυσή τους άδολα και ά-λογα. Να γοητευτεί. Μήτρα της Ποίησης, και της Τέχνης γενικά, είναι η αθωότητα. Επειδή μπορεί να ακούει τον ψίθυρο από τη χώρα του θαύματος. Λένε συχνά ότι ο καλλιτέχνης παραμένει παιδί. Πράγματι. Δεν μπορεί να μεγαλώσει, γιατί δεν θέλει. Δεν θέλει να αποχωριστεί την μαγεία που βίωσε, όταν πρωταντίκρυσε τον έναστρο ουρανό. Ή την ευτυχία που ένοιωσε, όταν πρωτοέπαιξε με τα χρώματα ή τα χώματα, ανακαλύπτοντας την πολυτέλεια του περιττού και του άχρηστου, πλην όμως ικανού να του δείξει ένα δρόμο έξω και πέραν από κάθε ρεαλιστική επιταγή, σηματοδοτημένο μόνο από το χτύπο του σφυγμού του. Ένα δρόμο, που του μέλλει να συντρίβεται αδιάκοπα πάνω στο αδιέξοδό του, αλλά και να επιμένει αταλάντευτα στο δίκιο του. Αυτόν το σφυγμό, που τον οδηγεί ως εκεί που θα διαρρήξει τα ιμάτια της ύπαρξής του, ακολουθεί ο ποιητής μέχρις εσχάτων: «Κι εσύ για πού; / για πού κινάς σφυγμέ μου κ’ είναι / να πας δίχως πυξίδες; / Για πού τρελός κι ωραίος / τρελός / για πάντα» ρωτάει ο Κακναβάτος ομολογώντας την χωρίς προορισμό και ευόδωση περιπλάνηση, αλλά και διατρανώνοντας ταυτόχρονα την πίστη του σε ό,τι τον ορίζει σαν μοίρα. Και σαν είδος εκτός συναλλαγής.
Αυτός ο παραλογισμός, αυτή η «ιερή τρέλα», η φαντασιακή πρόσληψη και εγκαθίδρυση του Κόσμου με όρους αυστηρά προσωπικούς, και γι’ αυτό αδιαμφισβήτητα αληθινούς, είναι που γεννάει τη Τέχνη. Αρθρώνοντας έναν σωτήριο μύθο ως αλήθεια στην καρδιά της αλήθειας. «Θυμήσου / Τίποτα δεν είμαι πιο αληθινό από το / Ψέμα/», λέει αλλού ο ίδιος ποιητής, «Τίποτα πιο απολέμητο / πιο αίμα του αιμάτου / απολέμητο για πάντα». Αυτόν τον προσωπικό μύθο, που κουβαλάμε κλειδωμένο στα υπόγεια της ψυχής μας, για να μην τον βρει η τιμωρία του χρισμένου ως αλήθεια κοινωνικού ψεύδους, αποκαλύπτει ο ποιητικός λόγος, ιχνηλατώντας μια άλλης τάξης νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Ο ποιητής κατονομάζει το ιερό» κατά τον Χάιντεγγερ. Γιατί κατονομάζει το άρρητο και όμως υπαρκτό. Τέμνει κάθετα το χρόνο, διανοίγοντας το τώρα προς το άπειρο βάθος και ύψος των πραγμάτων. Εκεί, στο χείλος του γκρεμού ή στον ίλιγγο της αβύσσου, βυθίζεται, θεάται, ή ψηλαφίζει, διαλυμένος συχνά στα εξ ων συνετέθη, το αχανές της ύπαρξης, το μυστηριακό και απρόσμενο του γίγνεσθαι, τους ατελεύτητους ορίζοντες του ίδιου του εαυτού. «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή» δηλώνει ο ποιητής Παυλόπουλος Μια πόρτα ανοιχτή στο αιώνιο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Που κατοικεί εντός μας. Που συντελείται σ’ αυτή την ζωή, και όχι σε μιαν άλλη μελλούμενη. Είναι μια έξοδος στο λανθάνον, και όμως διαρκώς παρόν. Στο απεριόριστο εν δυνάμει του Είναι. Η Ποίηση είναι ένα νεύμα. Καλεί τον άνθρωπο έξω από το θάνατο. Όχι το θάνατο ως καταληκτικό σημείο μιας ακολουθίας γεγονότων, που αποτελούν το βίο του καθενός μας, αλλά το θάνατο στον παρόντα χρόνο, ως υποτέλεια στο νόμο της φθοράς και του συντελεσμένου.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Ποίηση είναι κατ’ εξοχήν πράξη και χώρος ελευθερίας. Και μάλιστα μιας ελευθερίας δωρεάν, που μόνο μέσα του μπορεί να βρει και να βιώσει ο καθένας από μας, ανεξάρτητα από τους υλικούς όρους της ύπαρξής του. Μιας ελευθερίας που μας λυτρώνει από τα αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια της ζωώδους μας φύσης.
«Επειδή, λέει ο Ελύτης, - να το πούμε κι αυτό-, ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διευρύνεις αυτό το πεδίο (…), διαθέτοντας καινούριες μονάδες για την μέτρηση του κόσμου. Αυτό είναι.»
Να ποια είναι η ιερή λειτουργία της ποίησης. Το ότι σημαίνει, χωρίς να κηρύττει, χωρίς δηλαδή να προσφέρει κονσέρβες σωτηριολογικών συστημάτων, έναν άλλον τρόπο να βιώσουμε τον εαυτό μας και τον άλλον. Έναν τρόπο να γευτούμε και να ερμηνεύσουμε τον Κόσμο απ’ την αρχή. Γιατί η Ποίηση εν τέλει, στην ευρύτατή της εκδοχή, είναι η ίδια η ερωτική, η εμπαθής, σχέση μας με τη ζωή. Είναι η άνευ όρων παράδοση στην πολυτέλεια και στην τραγικότητα του ανθρώπινου. Είναι αναβάπτιση στη χαμένη αθωότητα του Θέλω, τη χαμένη γενναιοδωρία του Τιμώ, τη χαμένη ελευθερία του Πιστεύω. Είναι κατάφαση στην αγωνία του Είμαι, τη συντριβή του Πενθώ, την περηφάνια του Μάχομαι. Είναι, σε πείσμα κάθε δυϊσμού, το πείσμα του: Συν-αισθάνομαι άρα Υπάρχω.
Έτσι στο παλιό ερώτημα του Χαίλντερλιν, που επανατίθεται σήμερα επιτακτικά : «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;», απαντώ αντιστρέφοντας την ερώτηση: Τι θα έκανε ο μικρόψυχος καιρός χωρίς τους ποιητές;
Και μάλιστα, τολμώ να πω, όσο πιο μικρόψυχοι είναι οι καιροί, όπως αυτοί που ζούμε, τόσο πιο μεγάλη η ανάγκη της φωνής του Ποιητή. Σαν προμαχώνας και καταλυτική απάντηση στην επαπειλούμενη νέα βαρβαρότητα που προανέφερα.
Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος έχει βρεθεί αντιμέτωπος με ένα πρωτοφανές στην ιστορία του πολιτισμού παράδοξο. Από τη μια όλα τα δεδομένα και τα όρια, που μέχρι τώρα συγκροτούσαν τον κοινωνικό και γνωσιολογικό ιστό της ύπαρξής του, έχουν διαρραγεί. Το, σε ικανοποιητικό βαθμό προσιτό και ελέγξιμο από την νόηση, ηλιοκεντρικό κοσμοείδωλο έχει αντικατασταθεί από τα ασύλληπτα, για τα μέτρα του νοητικού του οργάνου, μεγέθη ενός σύμπαντος δισεκατομμυρίων ήλιων και δισεκατομμυρίων γαλαξιών. Η ασφαλής και οικεία νευτώνεια φυσική, που μέχρι τώρα διευθετούσε επαρκώς τη σχέση μας με τον περιβάλλοντα κόσμο, καταρρέει στους χώρους του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, όπου αίφνης τα μήλα δεν πέφτουν κάτω από τη μηλιά και το φωτόνιο είναι την ίδια στιγμή και ύλη και ενέργεια. Η καταβύθιση στο γενετικό κώδικα υπόσχεται να ξεκλειδώσει την δυνατότητα χειραγώγησης του ίδιου του μυστικού της ζωής και του θανάτου. Η επιστήμη του χάους μας δίνει μια νέα ανάγνωση του γίγνεσθαι, όπου οι νόμοι της αταξίας κυριαρχούν, ή έστω διαλέγονται ισότιμα, με τους νόμους της τάξης. Ταυτόχρονα η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, στην οποία ήδη ζούμε, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να βιώσει τον υψηλότερο και δημιουργικότερο βαθμό κοινωνικότητας. Να επικοινωνήσει με όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, διασταυρώνοντας και συνθέτοντας ιδέες και δράσεις απεριόριστα, επιτυγχάνοντας επιπλέον μια εν τοις πράγμασι, και όχι άνωθεν, άρση πολλών από τις ποικίλες κοινωνικές, φυλετικές και λοιπές διακρίσεις. Όλ’ αυτά συνιστούν μια ραγδαία διογκούμενη έκρηξη των δυνατοτήτων της ανθρώπινης δράσης και συνείδησης, που μόνο με την ανακάλυψη της φωτιάς και με την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου–18ου αι. μπορεί να συγκριθεί, σε μια κλίμακα ίσως ακόμη μεγαλύτερη.
Πίσω όμως και μέσα σ’ όλα αυτά κρύβεται η μεγάλη παγίδα. Γιατί μαζί με την διάρρηξη των μέχρι πρότινος ορίων της ανθρώπινης δυνατότητας, διερράγησαν και όσα συνέθεταν τον συνεκτικό ιστό των ποικίλων κοινωνικών μορφωμάτων. Αξίες, σχέσεις, ιδεολογικοί χώροι, θεσμοί, τρόποι ένταξης και ενσωμάτωσης, ρυθμοί προσαρμογής. Από εδώ ανακύπτει και ο μεγάλος κίνδυνος. Πίσω από αυτήν την εκρηκτική απελευθέρωση από γνωσιολογικά και κοινωνικά δεσμά χιλιετιών, που συντελείται στους καιρούς μας, κρύβεται ο κίνδυνος της πιο βαθιάς ανελευθερίας. Γιατί μπροστά σ’ αυτή την μη προβλέψιμη και ανεξέλεγκτη δυναμική της εξέλιξης, σ’ αυτό το τεράστιο άνοιγμα όλων των οριζόντων, με ρυθμούς πρωτοφανείς στην ιστορία του ανθρώπου, χάνεται κάθε μορφής δίχτυ ασφαλείας, που ο άνθρωπος διέθετε στην μέχρι τώρα πορεία του. Και αυτό τον κάνει να νιώθει πιο μικρός, ασήμαντος και αδύναμος από ποτέ. Ελλοχεύει έτσι ο κίνδυνος συρρίκνωσής του σε ένα πλάσμα τρομαγμένο, μοναχικό, κλεισμένο στον εαυτό του και στον όσο γίνεται πιο μικρό και ελέγξιμο, δηλαδή πιο ασφαλή, ιδιωτικό του χώρο. Η μετατροπή του σε μια άσημη και απρόσωπη μονάδα, μέσα σε ένα ισοπεδωτικό ανώνυμο πλήθος. Σε μια μάζα. Ένα πλάσμα πιο ανελεύθερο από οποιονδήποτε δούλο άλλων εποχών. Αυτοεγκλωβισμένο στο ίδιο το κελί των φόβων του. Ένα φόβο, που το οδηγεί τυφλά στον αμοραλισμό, για τον οποίο μίλησα στην αρχή. Σε μια απόλυτα και ασύδοτα χρησιμοθηρική σχέση με τα πράγματα, που τον καθιστά από επιρρεπή έως υποτελή σε κάθε ιδιοτελή και ευτελή συναλλαγή, που η βιωματική αναγκαιότητα του επιβάλλει ή του προτείνει, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στις πιο ακραίες μορφές βαρβαρότητας, στις οποίες αναφέρθηκα νωρίτερα.
Απάντηση και λύτρωση από αυτό το φόβο μπορεί να δώσει μόνο μια εσωτερική απελευθέρωση. Το άνοιγμα του ανθρώπου σε μια επί της ουσίας ποιητική διάσταση της ύπαρξής του, και της σχέσης του με την πραγματικότητα. Μια σχέση αληθινής ελευθερίας. Που θα αρνείται τη χρηστική και φοβική συναλλαγή με ό,τι τον περιβάλλει. Μόνο η ψυχική και πνευματική μετάβαση από τον ψυχρά ωφελιμιστικό –στον οποίο έχει οδηγήσει ένας εκφυλισμένος ορθολογισμός- τρόπο σκέψης και δράσης, σε έναν νέο, «κβαντικό» τρόπο σύλληψης της πραγματικότητας και της σχέσης μας μ’ αυτήν –απ’ όπου ακριβώς πηγάζει η ποιητική και η κάθε δημιουργική έμπνευση-, μπορεί να μας ανοίξει το δρόμο για έναν «ποιητικό» διάλογο με τον παλλόμενο από προοπτικές και δυνατότητες Νέο Κόσμο, που ανοίγεται μπροστά μας.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται ίσως στο πιο κρίσιμο σημείο της εξέλιξής της. Μπροστά σε ένα σταυροδρόμι καθοριστικό για την από τούδε και στο εξής πορεία της. Ζούμε μια εποχή σεισμικών δονήσεων. Δίπλα μας, μπρος στα μάτια μας, κάτω από τα πόδια μας, συντελούνται αλλαγές, που η τριβή με την πιεστική καθημερινότητα δεν μας αφήνει ίσως να δούμε καθαρά. Οι άξονες, πάνω στους οποίους στηρίχτηκε και χτίστηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, τρίζουν ή γκρεμίζονται. Οι τεκτονικές πλάκες του μετακινούνται. «Μα κι ο σεισμός βαθύτερη την χτίση θεμελιώνει» λέει ο ποιητής. Από εμάς εξαρτάται σε τι θα θεμελιώσουμε αυτό τον νέο πολιτισμό. Αυτό που απειλείται και διακυβεύεται αυτή τη στιγμή, και αυτό που δίνει στην ποίηση έναν ρόλο που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε σε τέτοιο βαθμό, είναι η ίδια η ελευθερία μας. Εκείνη η αληθινή, η μέσα μας ελευθερία, στην οποία νωρίτερα αναφέρθηκα.
Και η πρόκληση στην οποία ο άνθρωπος καλείται πλέον να ανταποκριθεί, είναι το κατά πόσον θα μπορέσει να υπερβεί τις φοβίες, την ανασφάλεια και τη μικροψυχία, που οι νέοι όροι του παιχνιδιού του προκαλούν, και θα κατορθώσει, αντί να υπαναχωρήσει στο ζωώδες, να τολμήσει τη μεγάλη δρασκελιά προς ένα νέο τύπο ανθρώπου –θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «homo poeticus»-, ανοιχτό σε έναν θαρραλέο διάλογο με το αχανές –εντός και εκτός εαυτού- σύμπαν, ικανό να «διαμορφώσει καινούριες μονάδες για την μέτρηση του κόσμου». Nα αρθεί δηλαδή στην ποιητικότητα της ανθρώπινης υπόστασης, που εντελεχώς ενυπάρχει στη δυναμική της εξέλιξής του, και είναι η μόνη που μπορεί να δικαιώσει το υπαρξιακό αίτημά του.
Ο homo sapiens έφτασε στο ανώτατο όριό του. Κατόρθωσε με τον ορθό λόγο να ποδηγετήσει τους υλικούς όρους της ύπαρξής του, και να εξασφαλίσει την επιβίωση και μακροζωία του. Έτσι, απαλλαγμένος από την πίεση της ανάγκης, μπορεί πλέον να αναμετρηθεί με το μεγάλο του προνόμιο: την ελεύθερη επιλογή. Το ίδιο το «θείο σχέδιο» στέκεται απέναντί του και τον κοιτάζει με ειρωνεία και αγωνία, σαν να του λέει: Τώρα, που έφυγες οριστικά από το ζώο, τι θα κάνεις τα λυμένα χέρια σου; Θα πιάσεις τη λάσπη και θα την κάνεις άγαλμα; Ή θα ξαπλώσεις και θα κυλιστείς μέσα της, γρυλίζοντας από χόρταση και ανία;
Η εξέλιξη δεν εξαλείφει τα προηγούμενα στάδια. Μόνο επιστρώσεις επιφέρει. Ο homo neanderthal κοιμάται πάντα μέσα μας, πλην όμως ήσυχος και χορτασμένος. Φτάνει ωστόσο ένα σκούντηγμα για να ξυπνήσει περιχαρής, και να ξαναρχίσει τους αγαπημένους του καννιβαλισμούς. Το ζώο είναι η πρώτη μας ύλη. Ποτέ δεν θα τη σκοτώσουμε. Το μόνο που μπορούμε είναι να την κρατάμε κοιμισμένη, ικανοποιώντας τις πρωτογενείς ανάγκες της.
Από την άλλη ο «homo poeticus» εγκυμονείται στις πιο λεπτές γονιδιακές μας απολήξεις επί χιλιετίες, περιμένοντας υπομονετικά να τον γεννήσουμε όταν έρθει η ώρα. Και η ώρα ήρθε. Οι συνθήκες τον εκκολάπτουν. Κυοφορείται στα σπλάγχνα της μεταβατικής μεταμοντέρνας πραγματικότητας, και μας καλεί να τον ακολουθήσουμε, ανοίγοντάς μας –ω του θαύματος!-, σε μια ξαφνική στροφή του δρόμου που ανυποψίαστοι πηγαίναμε, την πόρτα σε ένα πιο γοητευτικό από ποτέ modus vivendi. Χρειάζεται όμως η δική μας συνειδητή δράση για να πάρει σάρκα και οστά. Γιατί ο άνθρωπος έχει το προνόμιο και την ευθύνη να διαθέτει συνείδηση. Ικανότητα δηλαδή να αναστοχάζεται τον εαυτό του και τον κόσμο, και να συντελεί έτσι στη διαμόρφωσή τους. Και η συνείδησή μας στην ιστορική στιγμή που διανύουμε καλείται να απαντήσει στο ερώτημα που η ίδια η εξέλιξη θέτει ενώπιόν της. «Μόνο το αισθητικό φαινόμενο εξανθρωπίζει τον άνθρωπο» έλεγε ο Νίτσε. Και είχε δίκιο. Ακριβώς επειδή απαντά στο ερώτημα αυτό, επιλέγοντας το άγαλμα από το γρύλισμα. Είναι γι’ αυτό, που η πρόσβαση στη «μυστική κίνηση των πραγμάτων», και «στο πραγματικό νόημα της ελευθερίας», συνιστά το αίτημα της μοναδικής πιστεύω αληθινής, με τους όρους του σήμερα, επανάστασης.
Όταν οι νέοι, πιο αθώοι, και γι’ αυτό πιο ευαίσθητοι, στα κελεύσματα των καιρών, γράφουν σήμερα στους τοίχους: «Παλιά ‘καίγαν τα βιβλία, τώρα καίνε τα μυαλά», αυτό το πραγματικό νόημα της ελευθερίας διεκδικούν. Και ο Ποιητικός Λόγος επιβεβαιώνει απερίφραστα: «μπορεί να μιλά κανείς με θάλασσα για επανάσταση, όπως μιλά με πολυβόλα».
Φυσικά το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει τη δική του δυναμική και τους δικούς του ρυθμούς, που υψώνουν εμπόδια, ή οδηγούν τα πράγματα προς διάφορες κατευθύνσεις, όχι πάντα τις ευτυχέστερες για τον άνθρωπο. Αλλά ακόμα κι έτσι, ή ακριβώς γι’ αυτό, έχει σημασία να αποκτήσουμε συνείδηση των υπόγειων αλλαγών, που εξυφαίνονται ερήμην των βουλήσεών μας, και να προσπαθήσουμε να στρέψουμε το ταραγμένο ποτάμι του καιρού, όχι στη λασπωμένη λίμνη του παλιού, απ’ όπου μόνο να ξεχειλίσει και να μας πνίξει μπορεί, αλλά στην ανοιχτή θάλασσα του νέου συναρπαστικού ταξιδιού. Ας λύσουμε λοιπόν τα σφιγμένα χέρια μας, κι ας τα σμίξουμε έξω και πέραν απ’ ό,τι μας πνίγει, μας εξορίζει, και ακυρώνει ό,τι πιο ανθρώπινο διαθέτουμε: Την ποιητική μας υπόσταση. Κοινή τόσο στους δημιουργούς, όσο και στους αναγνώστες. Ζωντανή σε κάθε άνθρωπο, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αίρεται πάνω από τη στενότητα και την ιδιοτέλεια του μικρόκοσμού του. Είτε πρόκειται για δημιουργό, είτε για οραματιστή επαναστάτη, εμπνευσμένο φιλόσοφο ή επιστήμονα, ψυχωμένο δάσκαλο ή γονιό, είτε ακόμη πρόκειται για άνθρωπο που τολμά αληθινά να ερωτεύεται. Ζωντανή σε κάθε άνθρωπο που «μετράει τ’ άστρα». Σε κάθε άνθρωπο που κάτι μέσα του γυρεύει το θαύμα. Μα «Όταν γυρεύεις το θαύμα, όπως λέει ο Σεφέρης, πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων / γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες των ανθρώπων».
Η Ποίηση, σαν τρόπος ερμηνείας και βίωσης της ζωής, του εαυτού μας και της σχέσης μας με τον άλλον, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να χτίσουμε έναν νέο κόσμο, στη θέση αυτού του υπερφίαλου και παράλογου πύργου της Βαβέλ, που κατορθώσαμε να στήσουμε, και που είναι έτοιμος να γκρεμιστεί με πάταγο –αν δεν το έχει ήδη κάνει. Όσο για το ποιητικό κείμενο καθ’ εαυτό, δεν είναι παρά η εσωτερική μας φωνή που ακούγεται από αυτόν τον άλλο κόσμο, και μας καλεί να τον αναστήσουμε με την πνοή μας.
Ο καιρός για το ρηξικέλευθο άλμα του ανθρώπου προς τον μεγάλο ουρανό που κρύβει μέσα του ήρθε. Ο «homo poeticus», αυτό το ντελικάτο πλάσμα, με τα πελώρια μάτια και την ακόρεστη δίψα για αλήθεια και ομορφιά, καρπός του ζευγαρώματος του ανθρώπου με την απεραντοσύνη, στέκει μπροστά μας, και μας κοιτάζει ως τα μύχια, ζητώντας την απάντησή μας: Θα τον φέρουμε στον κόσμο, γεννώντας έτσι και τον εαυτό μας από την αρχή; Ή θα τον ρίξουμε βορά στο ζώο που γρυλίζει φοβισμένο στα έγκατα της ύπαρξής μας;
Η επιλογή είναι δική μας. Και είναι ελεύθερη.
Απρίλης 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου