Ετικέτες

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Περίπατοι στην κοιλάδα των αναμνήσεων 
Εἰς τὴν Πόλιν – (Is-tan-bul)

του Γιάννη Αρβανιτάκη
Μέρος δεύτερο

Πριν μερικές μέρες ο Παυλάκος ανάρτησε μια πολύ όμορφη φωτογραφία από το Μέγα Ρεύμα (Arnavutköy), το οποίο για μια εποχή υπήρξε το μεγαλύτερο ελληνικό χωριό της Πόλης και ο τόπος γεννήσεως του πατέρα μας. Επ' ευκαιρία λοιπόν, αποφάσισα  να προσθέσω μερικά αναμνηστικά στιγμιότυπα της εποχής εκείνης, που επεξεργάζομαι από καιρό! 

Το Μέγα Ρεύμα και οι Κυριακές 

Όπως είχα αναφέρει στο πρώτο μέρος, μετά τον θάνατο των γονέων της μητέρας μας, υποχρεωθήκαμε να χωρίσουμε κι από τ’ αδέλφια της. Το νέο μας διαμέρισμα, ήταν μικρό για τεσσερις ψυχές, αλλά ο μισθός του πατέρα μας δεν αρκούσε για μεγαλύτερο, τα βγάζαμε όμως πέρα και δεν θυμάμαι ν' άκουσα ποτέ τους γονείς μας να τσακώνονται για τα οικονομικά. Έτσι, όσο ήμασταν ακόμη μικροί, κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς μας. Στενός ο χώρος, αλλά εντάξει! 
Μέγα Ρεύμα πριν την κατασκευή της παραλιακής λεωφόρου (η φωτό δεν είναι δική μου)

Αργότερα, 
μεγαλώνοντας, τους ''φουκαράδες'' σκεπτόμουν, μάλλον θα έκαναν έρωτα με σιγαστήρα. Ούτε ένα ''κιχ'' δεν έχω διατηρήσει στην μνήμη μου. Φανταζόμουν την μητέρα μου να στρέφεται κάθε
τόσο προς το μέρος μας, να κλείνει το στόμα του μπαμπά με την παλάμη και να του ψιθυρίζει στ’ αυτή, ''πιο σιγά Γιώργο, θα ξυπνήσεις τα παιδιά''. Για το τρίξιμο του κρεβατιού…δεν λέω τίποτα! Υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν φαντάζομαι να το γλεντούσε τόσο πολύ η μαμά! Χαπάκια αντισυλληπτικά …''γιοκ''! ''One way'' οργασμός κι απόλαυση, φίλες και φίλοι, κι αυτός με Coitus interruptus (διακεκομμένη συνουσία), για να βάλω και την λατινική
ορολογία μέσα στο παιχνίδι…επειδή ακούγεται πιο κυριλέ δηλαδή! Τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, η σημερινή νεολαία, με τα υπέρ και τα κατά που ορίζουμε εμείς οι ενήλικοι, απολαμβάνει ελεύθερα το σεξ πέρα ως πέρα! Άλλο πράγμα ο έρωτας, γι' αυτό γράφω σεξ!

Ας περάσουμε 
τώρα στο χωριουδάκι μας. Οι περισσότερες χειμωνιάτικες Κυριακές μας, καθώς και η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν
Η βαπορόσκαλα Μεγάλου Ρεύματος - Λήψη 29.05.2009
αφιερωμένες στο 
Μέγα Ρεύμα για το οποίο έδωσα μερικές γενικές πληροφορίες στο πρώτο μέρος των αναμνήσεων μου. 

Όταν λοιπόν το πρόγραμμα έγραφε χωριό, η μαμάκα και ο μπαμπάκας μας ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα, μέσα στα μουρμουρητά μας, για να μας πλύνουν, να μας ντύσουν, να μας κτενίσουν, ώστε να λάμπουμε και να μας καμαρώνουνε στην εκκλησία. Αυτό που με τσάτιζε όμως πάρα πολύ, ιδίως όσο περνούσαν τα χρόνια, ήταν που άρεσε της μάνας μας, να είμαστε ντυμένοι με πανομοιότυπα ρούχα και καθαροί, λες και μας είχε βγάλει από το κουτί για να μας βάλει στην βιτρίνα! Κάτι που συνέχισε να κάνει μέχρι τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια,

Αρκετά μικροί εδώ, σε μια εσπερίδα των γονέων μας
οπότε κήρυξα την πρώτη μου επανάσταση στο κατεστημένο!  

Κάτι άλλο που μ’εκνεύριζε ήταν η επιμονή της να μας φοράει κοντά παντελονάκια και τον χειμώνα…ακόμη κι όταν οι τρίχες στα πόδια μου άρχισαν να αγριεύουν! Ίσως αυτή να είναι και η αιτία, που μέχρι σήμερα 
κυκλοφορώ με σορτσάκι μέσα στα κρύα... τουλάχιστον εντός της οικίας! Ο αδελφούλης μου ήταν μόλις 11-12 χρονών και δεν τον ενοχλούσε τόσο! Με μια αναδρομική ψυχανάλυση που έκανα της μαμάς, κατέληξα στο συμπέρασμα πως ήθελε να δείχνει πάντα νέα και γι αυτό δεν έπρεπε να μεγαλώνουμε τόσο γρήγορα! Να είσαι καλά όπου και να βρίσκεσαι μητέρα… 
Πρίγκηπος - Με το πανομοιότυπο ντύσιμο! - 1957?
Πίσω στο χωριό πάλι! Όταν φθάναμε εκεί, μετά τις αγκαλίτσες και τα φιλιά ξεκινούσαμε για την εκκλησία. Μετά την λειτουργία περνούσαμε την μέρα μας με την γιαγιά, τις θείες, τους θείους και τα εξαδέλφια μας Ελένη, Λία, Μιχάλη, Μανώλη κι Ευτύχιο. Συνήθως συγκεντρωνόμασταν γύρω στα 12 έως 14 άτομα, ενίοτε στης γιαγιάς η οποία συγκατοικούσε με την κόρη της θ. Χαρίκλεια και τον γαμπρό της θ. Γρηγόρη, άλλοτε δε, λίγο έξω από το χωριό, κοντά στον Ναό του Προφήτη Ηλία, όπου έμεναν ο θ. Νίκος (αδελφός του πατέρα) με την θ. Αθηνά. Εκεί μας άρεσε περισσότερο επειδή μπορούσαμε ν' αλωνίζουμε, να τρέχουμε και να παίζουμε ανεμπόδιστοι, δίχως να κινδυνεύουμε να μας πατήσουν τ’ αυτοκίνητα. Την άνοιξη η περιοχή αυτή γέμιζε από τάπητες παπαρουνών (η κόκκινη, κοινή παπαρούνα - Μήκων η Ροιάς) κι εμείς τρελαινόμασταν να τις μαζεύουμε. Από τις παπαρούνες, η θεία Αθηνά έφτιαχνε αντιβηχικό σιροπάκι και γλυκό κουταλιού. Για όσους δεν γνωρίζουν η παπαρούνα έχει κάποιες φαρμακευτικές ιδιότητες. Έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον της αϋπνίας, ως ηρεμιστικό κατά της νευρικής υπερδιέγερσης, ως μαλακτικό για την βρογχίτιδα κτλ.  

Καμιά φορά, αν το επέτρεπε ο καιρός, νοικιάζαμε μια βαρκούλα και βγαίναμε για σταυρίδια (έτσι λέγαμε στην Πόλη τα σαυρίδια ή σαφρίδια) και σμαρίδες. Όσο για τις βάρκες…έ να μην τα λέμε, κάτι ξύλινα σαράβαλα που φοβόσουν να πατήσεις μέσα, μπας και τρυπήσουν! Δεν διέθεταν ούτε τα στοιχειώδη απαιτούμενα για την αντιμετώπιση κινδύνου. Στην περιοχή αυτή τα ρεύματα είναι 
Ο Ναός των Ταξιαρχών
εξαιρετικά ισχυρά κι αν έπεφτε κανείς στο νερό ή τούμπαρε η βάρκα, κινδύνευε να πνιγεί. Πάντως το διασκεδάζαμε και δεν συνειδητοποιούσαμε τους κινδύνους που διατρέχαμε. Εκεί μάθαμε και να κωπηλατούμε!
Η ψαριά που βγάζαμε βέβαια, δεν ήταν ποτέ αρκετή για να μας ταΐσει όλους!

Πλάκα είχε και το μαγείρεμα, όταν πέφτανε όλοι μαζί στην κουζίνα για να μαγειρέψουν. Ο μπαμπάς κι ο θ. Νίκος, πραγματικά και οι δύο καλοί στην μαγειρική...μια γουλιά ρακί (να μην το μπερδεύουμε με την ρακή), ένα ψαράκι ή ένα τυροπιτάκι στο στόμα κι ένα στο πιάτο για τους υπόλοιπους. Αν βρισκόμασταν κι εμείς κοντά τους...μας πέταγαν κανένα κοκκαλάκι...και τελικά στο τραπέζι έφταναν τα μισά…και οι δυο τους μισοσουρωμένοι! Χα, χα!

Οι θείες κι οι θείοι μας δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια, είχαν όμως πλούσια καρδιά! Το τραπέζι ήταν πάντα γεμάτο!
Εξ αριστερών: Νίκος, Λία, Ελένη, Παυλάκος, ο πατέρας μας, η αφεντιά μου, η μητέρα μας, θ. Γρηγόρης, θ. Φώτης - Στο σπίτι της θ. Χαρίκλειας - 1959-60? 
Προσκλήσεις δεν ήταν απαραίτητες. Όποιος φίλος ερχόταν ξαφνικά για επίσκεψη, ήταν καλοδεχούμενος και μοιραζόταν μαζί μας ό,τι βρισκόταν στο τραπέζι.

Μετά το γεύμα, ανάλογα με την κατανάλωση ποτού, κανένας υπνάκος, λιγουλάκι κουτσομπολιό, καμιά παρτίδα ξερή,
Εξ αριστερών: Λία, θ. Φώτης, Μιχάλης, η μητέρα, η αφεντιά μου, ο πατέρας, Νίκος, ΠαυλάκοςΣτο σπίτι της θ. Χαρίκλειας - 1959-60? 
ανεκδοτάκια και τα βραδάκια, καιρού επιτρέποντος, παραλιακή βολτίτσα μέχρι το γειτονικό Μπεμπέκι (Bebek, ελληνική ονομασία Χηλές, πολλά ελληνικά λεξικά το αναφέρουν και ως Βεβέκιο ή Βεβέκιον) για κανένα μεζεδάκι ή γλυκό.

Πιο σπάνια, όχι όμως βραδινές ώρες, πηγαίναμε με το λεωφορείο στο Μπουγιούκντερε (Büyükdere, Βαθυρρύαξ, Καλός Αγρός και Βρουλλογένη στα ελληνικά) ή στα Θεραπειά (Tarabya στα τουρκικά, η Φαρμακέα της αρχαιότητας, από το δηλητήριο το οποίο λέγεται ότι έριξε η Μήδεια στη θρακική ακτή. Αργότερα, σύμφωνα με την παράδοση, η περιοχή μετονομάστηκε κατ’ ευφημισμόν Θεραπειά, από τον Πατριάρχη Αττικό) για καμιά μπουγάτσα ή τυρόπιτα.

Όταν νύχτωνε για τα καλά, ως επί το πλείστον, ο μεγαλύτερος από τα εξαδέλφια Μιχάλης φρόντιζε για την επιστροφή μας στο κέντρο, πηγαίνοντας να μας βρει ταξί. Έτσι περνούσε στην ιστορία άλλη μια όμορφη οικογενειακή συνεστίαση η οποία μας έφερνε όλους ακόμη πιο κοντά, ισχυροποιώντας τους μεταξύ μας δεσμούς. Δεσμοί, που έστω κι αν όχι με όλα, διατηρούνται ακόμη με μερικά από τα εξαδέλφια μας.

Κάποιες καλοκαιρινές Κυριακές, όταν δεν πηγαίναμε στο χωριό, ακολουθούσαμε διαφορετικό σενάριο. Ξεκινούσαμε να
Πρίγκηπος - Με την θεία Ζωζώ και την Λία - 1957?
επισκεφθούμε φίλους των γονέων μας που παραθέριζαν στην Χάλκη ή την Πρίγκηπο και γυρίζαμε αργά το βράδυ με το τελευταίο πλοίο της γραμμής. Κουρασμένοι από τα παιχνίδια όλη μέρα, αποκοιμιόμασταν στο καράβι. Αυτό το πλοίο ερχόταν συνήθως από την Γιάλοβα (από την ελληνική λέξη αιγιαλός και την τουρκική οβά που σημαίνει πεδιάδα. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ελενούπολις, αργότερα μετονομάστηκε σε Σωτηρόπολη από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα) και ήταν πάντα γεμάτο. Για να βρούμε θέση να καθίσουμε κατεβαίναμε
Πρίγκηπος - Με φίλους και συγγενείς - 1957?
αναγκαστικά στο υπόγειο κατάστρωμα. Γράφοντας, οσφραίνομαι ακόμη την υπέροχη ‘μπόχα’ από τα αρωματισμένα πόδια μερικών συνεπιβατών! Για να καταλάβετε τι εννοώ, κάποιοι εξ αυτών βγάζανε παπούτσια και κάλτσες, και άπλωναν τις αρίδες τους όπου
Χάλκη, με την θεία Φανή - 16.11. 1959
έβρισκαν. Οι πιο τολμηροί καθάριζαν και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών τους με τα δάκτυλα των χεριών! Καλό, έ; Αυτή την εικόνα είναι αποτυπωμένη στο μυαλό μου σαν να την βλέπω τώρα.

Όταν φθάναμε στο λιμάνι του Γαλατά, μας έπαιρνε ο πατέρας εμένα στους ώμους και τον μικρό αγκαλιά και τραβούσαμε για το σπίτι. Σημειωτέον πως το ήμισυ της διαδρομής ήταν μια απότομη ανηφόρα, ''τα σκαλάκια'' στην δική μας καθομιλουμένη ή το περίφημο ''Yüksek Kaldırım'' (υψηλό
'Τα σκαλάκια' (Yüksek Kaldırım)...τότε (η φωτό δεν είναι δική μου)


...και τώρα (η φωτό δεν είναι δική μου)
καλντερίμι δηλαδή, και για όσους δεν το γνωρίζουν, η λέξη καλντερίμι προέρχεται από την παραφθορά των λέξεων, ''καλός δρόμος'', και επάνοδο στην Ελληνική ως Τουρκική). 
Δεν ήταν μεν πολύ συχνά, αλλά τα βιώματα αυτά ήταν τόσο έντονα που γράφοντας το κείμενο τα ξαναζώ, φέρνοντας μπροστά μου σχεδόν όλη την διαδρομή με αρκετή λεπτομέρεια.

Τέλος του δεύτερου μέρους

Γιάννης Αρβανιτάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου